Ο τραγουδιστής! Του Χρήστου Γιούτσου

  Την  δεκαετία του 1960  ο Δημητρός, ήταν ένα όμορφο παληκάρι που ζούσε στην άκρη του χωριού του, στην δασομένη πλαγιά, μαζί με τους γονείς του. Τον θυμάμαι που κατέβαινε τα απογεύματα στο καφενειο του χωριού για να ακούσει από το τζουκ – μποξ (ηλεκτρόφωνο) τα τραγούδια της τότε εποχής.

  Είχε μια καταπληκτική φωνή και τραγουδούσε υπέροχα. Έλα όμως που τα χρόνια εκείνα, το χωριό ήταν απομονωμένο και δεν είχε τις δυνατότητες να
εκπληρώσει το όνειρό του, που ήταν να γίνει τραγουδιστής. Δύσκολα ήταν τα χρόνια από όλες τις πλευρές.

  Το βράδυ της 21ης Απριλίου που έγινε το πραξικόπημα της χούντας, ο Δημητρός είχε πάρει το τρανζιστοράκι του και πίσω από το σπίτι του, που ήταν στο δάσος, άκουγε μουσική μέσα στο σκοτάδι.
Τότε τα περιβόητα ΤΕΑ κάνοντας περίπολο, τον συνέλαβαν, διότι είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία των ανθρώπων με τα την δύση του ηλίου. Και τον οδήγησαν στην αστυνομία.

  Αποτέλεσμα ο Δημητρός να οδηγηθεί στην Κοζάνη και να φυλακιστεί για αρκετό καιρό.
Μάταια προσπάθησε να πείσει τους αρμόδιους, ΄΄οτι δεν είχε σκοπό να κάνει αντίσταση κατά της τότε εξουσίας, γιατί πράγματι ο Δημητρός ήταν με λίγα λόγια ένα αγνό παιδί που το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το τραγούδι.

Βέβαια όταν αυτό διαπιστώθηκε αργότερα τον άφησαν ελεύθερο. Μετά από λίγο καιρό έφυγε μετανάστης στον Καναδά και για πάρα πολλά χρόνι είχε χαθεί.

  Το 1998 ένα πρωινό σε προεκλογική περίοδο, των δημοτικών εκλογών, στην πλατεία Μακεδονομάχων στην Καστοριά, είδα έναν μεσήλικα με ένα καπέλο, ταλαιπωρημένο αγνώριστο, που μόνο τα μάτια του θύμιζαν τον Δημητρό.
Ναι ήταν ο Δημητρός ο οποίος μόλις με είδε με γνώρισε, αν και ήμουν αρκετά μικρότερός του, καθίσαμε στο καφενείο της εκεί πλατείας και μου είπε ότι είχε σοβαρά προβλήματα υγείας, πράμα που του συνέστησαν οι να επιστρέψει στο χωριό για μόνιμη εγκατάσταση.
Πάνω στην συζήτηση που κάναμε είχε ενημερωθεί στο χωριό του για την υποψηφιότητά μου στον Δήμο και μου είπε ότι ήθελε να μπει ως υποψήφιος τοπικός σύμβουλος, κάτι  που μου έδωσε μεγάλη χαρά.

  Ανακοίνωσα τότε τα ονόματα των υποψηφίων, με την ιδιότητα του καθενός στα ΜΜΕ και ιδίως στις τοπικές εφημερίδες και φυσικά και το όνομα του Δημητρού με το επάγγελμα του συνταξιούχου.
Διαβάζοντας ο Δημητρός την λέξη συνταξιούχος στεναχωρήθηκε πολύ και με πήρε τηλέφωνο λέγοντάς μου ότι έκανα λάθος μεγάλο που τον ονομάτησα συνταξιούχο.

“Και τί να έγραφα καλέ μου και πιστέ μου φίλε του είπα”
“Τραγουδιστής να έγραφες Χρήστο. Τραγουδιστής ήταν το όνειρό μου, άσχετα που δεν έκανα καριέρα τραγουδιστή”.

  Δεν σας κρύβω ότι με συγκίνησε τόσο πολύ που μέσα σε λίγη ώρα πήρα όλες τις εφημερίδες και ζήτησα να αλλάξουν την πρώτη ιδιότητα του Δημητρού και να γράψουν τραγουδιστής.

  Όταν κερδήθηκε ο Δήμος απ΄ τον συνδυασμό μας και ο Δημητρός εκλέχθηκε τοπικός σύμβουλος, στην ορκωμοσία ήταν άψογα ντυμένος με ένα καναδέζικο ωραίο κοστούμι και μια γραβάτι εντυπωσιακή και πολύχρωμη. Εκείνη την ημέρα λαμποκοπούσε από ευτυχία.

  Η νέα δημοτική αρχή μετά πό λίγες μέρες ξεκίνησε το έργο της. Δεν είχαν περάσει όμως ούτε δύο μήνες και το κακό μαντάτο έφτασε ένα πρωινό στο δημαρχείο. Ο Δημητρός πέθανε.

  Ήταν μια ψυχρολουσία για όλους μας. Ο Δημητρός ήρθε στο χωριό  για να αφήσει την τελευτία του πνοή εκεί στο σπίτι του που βρίσκονταν στην άκρη του χωριού, εκεί στο δάσος που άκουγε το τραγούδι “την νύχτα που κοιμούνται τα πουλιά βγαίνουν κάτι έρημα παιδιά” και τον συνέλαβαν για αντίσταση κατά τόυ καθεστώτος.

– Δημητρό εγώ θα σε θυμάμαι για όλα σου τα πεπραγμένα μα πάνω απ΄ όλα που με έβαλες να αλλάξω την ιδιότητά σου (στις εφημερίδες) και από συνταξιούχο να σε αναφέρω ως τραγουδιστή. Γιατί πράγματι ήσουν ένας τραγουδιστής του έρωτα και της ζωής, που λέει ένα άλλο τραγούδι νεότερο βέβαια.

Εγώ είμαι ένας τραγουδιστής του έρωτα και της ζωής
τραγουδάω για τη φτώχεια για την ξενιτιά
και για τους ερωτευμένους που `χουνε φωτιά

Του λαού τα ντέρτια λέω
κι όταν τραγουδάω κλαίω
γιατί είμαι πονεμένος
και στη φτώχεια γεννημένος

Εγώ είμαι ένας τραγουδιστής του έρωτα και της ζωής
μ’ αγαπούν οι πονεμένοι που `χουνε ψυχή
κι όλοι οι αδικημένοι μέσα στη ζωή

Του λαού τα ντέρτια λέω
κι όταν τραγουδάω κλαίω
γιατί είμαι πονεμένος
και στη φτώχεια γεννημένος