Καστοριά: Ο Μπερντανός και το σπίτι των βράχων… (Του Χρήστου Γιούτσου)

Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα η Λειψία υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης.

Η πασίγνωστη αυτή πόλη της Γερμνανίας, γεμάτη από μνημεία, ιστορία, πλούτο και ομορφιά, ήταν επόμενο να τραβήξει το ενδιαφέρον του δαιμόνιου καστοριανού γουνέμπορου Γιάννη Μπερντανού.
Έτσι δεν άργησε να εγκατασταθεί και να δημιουργήσει την μεγαλύτερη επιχείρηση εμπορίας γουναρικών, στην ευρωπαϊκή αυτή πόλη.

Φυσικό ήταν ο γιος του ο Νικόλας να αποκτήσει κλασσική παιδεία και μόρφωση αντάξια της οικονομικής ευμάρειας του πατέρα του.
Η πολυτέλεια, η άνεση και η χλιδή ήταν γι΄ αυτόν κάτι το δεδομένο.

Οι Εβραίοι όμως, έμποροι γουναρικών, όταν διαπίστωσαν ότι ο πατέρας Μπερντανός, κυριαρχούσε στο εμπόριο της γούνας ενώθηκαν όλοι σαν μια γροθιά για να τον πλήξουν και να τον βγάλουν έξω από το παιχνίδι της αγοράς.
Άφησαν έντεχνα τον καστοριανό ανταγωνιστή τους να πάει στην Ρωσία και να αγοράσει μια πολύ μεγάλη ποσότητα δερμάτων.

Οι ίδιοι συνεταιρίστηκαν και αγόρασαν και αυτοί ίδια ποσότητα γουναρικών, τα έφεραν στην Λειψία και τα πουλούσαν κάτω του κόστους, με αποτέλεσμα ο Γιάννης Μπερντανός να μην μπορεί να τους αγωνιστεί, να φτάσει σε αδιέξοδο, και να καταστραφεί οικονομικά.
Ο φυσικός του θάνατος δεν άργησε να έλθει μετά την στεναχώρια που τον είχε καταβάλει.
Ο γιός του ο ΝΙκόλας άνθρωπος καλλιεργημένος και συναισθηματικός, φυσικό ήταν να μην μπορεί να ακολουθήσει τον σκληρό δρόμο του εμπορίου.
Πήρε λοιπόν των οματιών του και γύρισε στην γενέτειρα του Καστοριά.
Πούλησε την περιουσία του πατέρα του, που είχε απομείνει εδώ (το πατρικό του σπίτι και έναν φούρνο στην σημερινή οδό Αγίου Αθανασίου) και ασχολήθηκε με τα δικά του ενδιαφέροντα, αγοράζοντας μια βάρκα και ένα δίκανο για να κυνηγάει πάπιες στην λίμνη.

Όταν τον ρωτούσαν τί δουλειά κάνει, τους απαντούσε με το απαιτούμενο χιούμορ “σαν καστοριανός, ή ψαράς ή γουναράς”.
Δεν άργησε όμως, η στιγμή που τα χρήματά του τελείωσαν, αλλά αυτό για τον Μπερντανό δεν είχε και τόση μεγάλη σημασία.

Για να βγάζει το ψωμί του έκανε δουλειές του ποδαριού. Πολλές φορές έκανε θελήματα κουβαλώντας τα ψώνια των καστοριανών στα σπίτια τους για να του δώσουν κάποιο χαρτζηλίκι.
Στα χρόνια της γερμανικής κατοχής ο Νικόλας ήταν ένας από τους ελάχιστους που γνώριζαν την γερμανική γλώσσα.

Ο γερμανός στρατιωτικός διοικητής μόλις το έμαθε αυτό, έστειλε τους στρατιώτες του, τον συνέλαβαν, τον έβαλαν στο καλάθι μιας μοτοσυκλέτας και του τον έφεραν μπροστά του.
Του πρότεινε τότε του Μπερντανού να γίνει διερμηνέας του, εξασφαλίζοντάς του, τροφή, στέγη και ό,τι άλλο ήθελε.
Ο Νικόλας τότε, τον κοίταξε περίεργα και αμέσως άρχισε να παριστάνει τον τρελό και τον ανισόρροπο.
Μόλις είδε ο διοικητής αυτήν την συμπεριφορά του, τον έδιωξε. Όταν αργότερα οι γνωστοί του τον ρωτούσαν γιατί αρνήθηκε να κάνει τον διερμηνέα απαντούσε “δεν δέχτηκα αυτήν την θέση γιατί πάνω στην μετάφραση που θα έκανα από τα ελληνικά στα γερμανικά, μπορεί να έκανα κάποιο λάθος, και αυτό να είχε σαν συνέπεια να πάθει κάποιο κακό ο κάθε συμπατριώτης μου”

Ο κύριος Νίκος Πιστικός μου έλεγε, ότι ήταν ένας πολύ αξιοπρεπής και έντιμος άνθρωπος, δεν παραπονιόταν ποτέ, για την τύχη του και τα γυρίσματα που του επιφύλαξε η ζωή, αλλά ούτε ποτέ ζήτησε τον οίκτο και την βοήθεια των άλλων. Το δε χιούμορ που διέθετε ήταν μοναδικό.
Ζούσε στις σπηλιές που υπάρχουν γύρω απ΄ την λίμνη και αργότερα “στο σπίτι των βράχων” αυτό που υπάρχει και σήμερα δίπλα στον Άγιο Νικόλαο, πηγαίνοντας για την Μαυρώτισσα.

Εκεί στον παραλίμνιο δρόμο, πολλές φορές μάζευε τα αγριόσυκα από τις συκιές που υπάρχουν εκεί. Και ερχόταν μέσα στην πόλη να τα πουλήσει όσο – όσο και να οικονομήσει λίγες δραχμές.
Οι καστοριανές τα αγόραζαν για να τα κάνουν γλυκό του κουταλιού. Όταν διαλαλούσε το εμπόρευμά του έχοντας αρκετή αίσθηση χιούμορ έλεγε:
“Σύκα για τηγάνισμα και ψάρια για γλυκό”

Όμως τα χρόνια περνούσαν. Η Καστοριά μετά την κατοχή άλλαζε πλέον όψη.
Είχαν αρχίσει να κτίζονται και οι πρώτες πολυκατοικίες. Και σιγά – σιγά έγιναν και άλλες ψηλές, πιο ψηλές και πιο στριμωγμένες.
Μπαίναμε πλέον στην δεκαετία του 1960 και εκεί στο “σπίτι των βράχων” ένα πρωί, κάποιοι βρήκαν τον Νικόλα Μπερντανό πεθαμένο μόνο και έρημο. Ήταν τότε 72 χρόνων.
Με το θάνατο του Μπερντανού το 1960 έκλεινε ένας κύκλος και άνοιγε πλέον ο δρόμος για μια καινούργια ζωή στη Καστοριά.

Μια καινούργια ζωή με τα δικά της προβλήματα, βάσανα και εμφανή τα σημάδια του πρόσφατου παρελθοντος.
Στο εξοχικό κέντρο της “Έλλης” (εκεί που είναι σήμερα το εγκατελειμμένο πνευματικό κέντρο) συνέχιζαν οι τότε τραγουδιστές της εποχής να τραγουδούν:
“καινούργια τώρα ζωή ας ξαναρχίσουμε οι δυο μας,
κι ας πούμε πως με πρωτοείδες αυτό το πρωί.
Ας ξεχαστούν τα παλιά και ας ξαναχτίσουμε πάλι, την γκρεμισμένη από χρόνια μικρή μας φωλιά”
Σε λίγο, μαζί με το τέλος του ”Μπερντανό” θα τελείωνε και αυτή η περίοδος.
Μετά από αρκετά χρόνια ο Μουσικοσυνθέτης Γιάννης Σπανός έγραψε ίσως ένα από τα καλύτερά του τραγούδια με τον τίτλο ο “Λινάρντο” που το ερμήνευσε άριστα η υπέροχη Χαρούλα Αλεξίου.
Δεν ξέρω πώς ταύτισα των Λινάρντο με τον δικό μας Μπερντανό.
Ίσως νάταν κάποιοι στοίχοι του τραγουδιού, απ΄ όσους θυμάμαι, που ταίριαζαν και στους δύο.
Ίσως νάταν και η ομοιοκαταληξία των δύο ονομάτων:

“Δεν έχει Πάσχα ο Λιναρντό
δώρα, κεριά, κόκκινο αυγό
Χριστούγεννα στον Λιναρντό
Άγιος δεν πέρασε απ΄ εδώ
Ποιός είδε τάχα τον Θεό
μπορεί νάναι ο Λιναρντό.