Το ψάρεμα στην λίμνη με “πελαϊσια”- Από μια αφήγηση του κ. Νίκου Πιστικού | Καστοριανή Εστία

Αναδρομές στην ιστορία του τόπου μας.
Από μία αφήγηση του κ. Νίκου Πιστικού στην Καστοριανή Εστία

Η λίμνη της Καστοριάς δεν ήταν μόνο ένα κόσμημα για την πόλη με την φυσική της ομορφιά. Ήταν και πηγή ζωής για τους κατοίκους της, μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.

Τότε κυριαρχούσε το δόγμα: ή ψαράς ή γουναράς, όπως θυμάται χαρακτηριστικά ο κ. Νίκος Πιστικός.
Αλλά με σαφή υπεροχή των ψαράδων,που διατηρούσαν κιόλας δύο πολυμελή σωματεία σε μια πόλη των 6.000 κατοίκων. Ένα των επαγγελματιών και ένα των ερασιτεχνών αλιέων, που ασκούσαν σημαντική επιρροή στην τοπική κοινωνία.
Αργότερα το ισοζύγιο έκλεισε υπέρ των γουναράδων, όταν άρχισαν να καταφτάνουν τα “τσέκια” από την Αμερική και άνοιξαν οι “πόρτες” της Γερμανίας στην γούνα.
Τα πρώτα και πιο σημαντικά αλιευτικά εργαλεία, που έκαναν την εμφάνισή τους στην λίμνη, ήταν τα λεγόμενα “πελαϊσια”. 

Τα “πελαϊσια” ήταν ένα ολόκληρο σύστημα ψαρέματος, για τους ερασιτέχνες  αλιείς, με πρωτόγονα χαρακτηριστικά που βοηθούσαν όμως και στην αναπαραγωγή των ψαριών της λίμνης.

Τότε οι ψαράδες παρήγγειλαν στους κατοίκους των γύρω χωριών, να τους φέρουν μεγάλα κλωνάρια από αγριογκορτσιά και αγριομυγδαλιά, που είχαν πυκνές διακλαδώσεις, για να τα ρίξουν στην λίμνη.

Πράγματι οι χωρικοί μετέφεραν τα φορτώματα με τα κλαδιά και τα ξεφόρτωναν στην απέναντι όχθη της λίμνης, στην περιοχή “Άμμος”, όπου υπήρχε μέχρι πρόσφατα το στρατόπεδο του Μηχανικού.

Εκεί ήταν η εκβολή ενός χειμάρρου, που κατέβαζε νερό από τον σημερινό οικισμό του Νταηλάκη.

Από εκεί οι ψαράδες τα φόρτωναν στα καράβια, και τα μετέφεραν σε επιλεγμένα σημεία στην μέση της λίμνης, βάζοντας δεξιά και αριστερά σημάδια σε σχολεία ή μεγάλα κτήρια, για να μπορούν αργότερα να εντοπίσουν εύκολα τα σημεία που έριξαν τα “πελαϊσια”.

Στα σημεία αυτά έριχναν πολλά φορτώματα με κλαδιά σε στοίβες, τις οποίες έδεναν σταυρωτά με σύρματα. Έτσι δημιούργησαν τις “φωλιές” των ψαριών και μετά από λίγο καιρό, τα κλαδιά γέμιζαν με ψάρια.

Παράλληλα όμως, τα κλαδιά που πόντιζαν στο νερό, έβγαζαν ένα μύκητα που έμοιαζε με σφουγγάρι και στην τοπική διάλεκτο λέγονταν “μπάπκα” .

Αυτός ο μύκητας γέμιζε με σκουλήκια, και  ήταν ο πιο ελκυστικός μεζές των ψαριών. Τα μικρότερα έμπαιναν πιο βαθιά στα κλαδιά, ενώ τα μεγαλύτερα έμεναν λίγο πιο έξω.

Κάθε παρέα ψαράδων αποτελούνταν από οκτώ άτομα, τα οποία μ΄ ένα ειδικό δίχτυ που το έλεγαν “χάσκο” περικύκλωναν τα “πελαϊσια” με μια μεγάλη σακούλα που την έστηναν όρθια για να μπλοκάρουν τα ψάρια. Και έξω από το “χάσκο” έρριχναν τα συνηθισμένα δίχτυα, για να μη τους ξεφύγει ούτε λέπι…

Όποτε υπήρχε πολύ ψάρι στην λίμνη, “πολύ μπερεκέτι” όπως λέει χαρακτηριστικά ο κύριος Νίκος Πιστικός, που κάλυπτε όχι μόνο την εσωτερική κατανάλωση αλλά έκαναν και εξαγωγές στους γύρω νομούς,φθάνοντας μέχρι την ψαραγορά της Θεσσαλονίκης!
Τα κυριότερα είδη ψαριών ήταν το γριβάδι, η πλατίκα, το γλίνι (χρυσόψαρο) και το τσιρόνι. Αργότερα έριξαν στην λίμνη τις τούρνες με… αεροπλάνα και άρχισαν να πολλαπλασιάζονται πολύ γρήγορα, μέχρι που κυριάρχησαν έναντι όλων των άλλων ψαριών επειδή ήταν σαρκοφάγα!

Πολλές όμως ήταν και οι παρέες των Καστοριανών, που ψάρευαν με “πελαϊσια” και οι αγοραπωλησίες με τους αγωγιάτες οι οποίοι διακινούσαν τα ψάρια, γίνονταν μ΄ένα πολύ πρωτότυπο τρόπο:

Οι παραγγελίες δίνονταν από βραδύς στους ψαράδες στο καφενείο του μπάρμπα – Αναστάση, που βρίσκονταν κάτω από τον μεγάλο πλάτανο στην αρχή της σημερινής οδού Χριστοπούλου. Εκεί ανάλογα με το “καθαρό βάρος” που μπορούσαν να κουβαλήσουν στα κοφίνια τα μουλάρια του κάθε αγωγιάτη, έβγαζαν και οι ψαράδες τα αντίστοιχα κιλά ψαριών από τα “πελαϊσια” της λίμνης. Με την κυριολεκτική έννοια του όρου “παραγγελία”.

Αφού ψάρευαν όλη νύχτα με τους “πεζόβολους”, γέμιζαν τα καράβια μέχρι πάνω με ψάρια και στην συνέχεια τα μετέφεραν στον τόπο όπου περίμεναν με τα μουλάρια οι αγωγιάτες. Τα ψάρια μεταφέρονταν σε κοφίνια για να παίρνουν αέρα και να διατηρούνται φρέσκα.

Τα ψαράδικα ήταν στην θέση που είναι σήμερα και εκεί υπήρχαν μεγάλες ξύλινες “κουπάνες” που ήταν γεμάτες ψάρια. Εκεί υπήρχε κι ένας υπάλληλος του Δήμου που εισέπραττε τα “δέκατα”, δηλ. την φορολογία των ψαράδων για λογαριασμό του Δήμου.

Αργότερα όταν το ξύλο βάρυνε μέσα στο νερό και τα “πελαϊσια” αχρηστεύονταν, τα έβγαζαν με μεγάλους γάντζους και τα μετέφεραν λίγο πιο πέρα σε πιο “φρέσκο” μέρος.

Τα “πελαϊσια” ήταν ένα αλιευτικό εργαλείο που προϋπήρχε στην λίμνη της Καστοριάς και πριν από την τουρκοκρατία.

Γι΄ αυτό και οι Τούρκοι μόλις πάτησαν το πόδι τους εδώ, έδωσαν διαταγή να βγάλουν όλα τα “πελαϊσια” από το νερό, επειδή τους εμπόδιζαν να ψαρεύουν με το “σουργκί” που ήταν το καθεαυτό αλιευτικό τους εργαλείο.
Αλλά όταν είδαν να μειώνεται αισθητά ο αριθμός των ψαριών, επειδή καταστράφηκε ο βιότοπος αναπαραγωγής, τα επανέφεραν χωρίς δεύτερη κουβέντα!

Τα “πελαϊσια” παρέμειναν έκτοτε στην λίμνη μέχρι και μετά τον πόλεμο, όταν οι ερασιτέχνες ψαράδες αποφάσισαν να εκλέξουν Δήμαρχο της πόλης τον γιατρό Τσεμάνη, ο οποίος δεσμεύθηκε προεκλογικά να τα εξαφανίσει από την λίμνη…
Από τότε που τα “πελαϊσια” βγήκαν από το νερό, ερήμωσε από ψάρια και η λίμνη! Και όλοι οι επαγγελματίες ψαράδες έγιναν σταδιακά γουναράδες.

Και ο λόγος είναι, σύμφωνα με τον κ. Νίκο Πιστικό, ότι το ψάρι αναπαράγεται καλύτερα στο βυθό με τα “πελαϊσια”, παρά στην άκρη της λίμνης με τα καλάμια, όπου οι πάπιες καταβροχθίζουν το “χαβιάρι” και καταστρέφουν τον γόνο!

Άλλα είδη ψαρέματος στην λίμνη της Καστοριάς ήταν:
Ο “πρόβικας” που ήταν ένα μεγάλο ξύλο με διχάλα, στο οποίο περνούσαν το δίχτυ και το έσερναν πίσω από την βάρκα. Αλλά αυτό ήταν μόνο για τσιρόνια, τα οποία οι ψαράδες τα πωλούσαν συνήθως στα χωριά, για τηγάνισμα, για πίτες ή ακόμα και για παστά.

Τα πρώτα δίχτυα που έπεσαν στην λίμνη, δεν ήταν όπως τα σημερινά.
Αλλά ήταν πλεγμένα με το χέρι και στο κάτω μέρος έδεναν πελεκητές κεραμίδες, για βαρίδια. Ενώ στο πάνω μέρος έβαζαν “παπίργια” για φελλούς. Αυτό το είδος στην τοπική διάλεκτο λεγόταν “σουρτουνίτσες”.

Το “παπίρι” ήταν ένα είδος σχοινιού, που το έπαιρναν από την λίμνη, για να κάνουν τις ψάθες, οι οποίες είχαν την θέση των σημερινών χαλιών, για να στολίζουν τα σπίτια.
Τα “νταούλια” ή “σακάδες” ήταν δίχτυα στρυγγυλά πάνω σε βέργες, για να στέκονται ανοιχτά. Δεξιά και αριστερά υπήρχε ένα όρθο δίχτυ το “ντουβαρλίκι” , όπου χτυπούσε το ψάρι και από εκεί έμπαινε μέσα στο “νταούλι” με τις δύο πόρτες. Πρώτα το ψάρι έμπαινε στην μεγάλη πόρτα και μετά προχωρούσε αναγκαστικά στην μικρή, απ΄ όπου δεν υπήρχε έξοδος διαφυγής προς τα πίσω.

Τέλος υπήρχε το “κατίκι”, που έμοιαζε με το “νταούλι” αλλά αυτό ήταν πλεγμένο με καλάμια και χρησιμοποιήθηκε σε παλαιότερες εποχές.
Εκτός από τους γηγενείς Καστοριανούς, με το ψάρεμα  στην λίμνη, ασχολήθηκαν και πολλοί πρόσφυγες από την Μικρά Ασία και κυρίως από την περιοχή της Απολλωνιάδας.

Ένας από αυτούς ήταν και ο πατέρας του κ. Νίκου Πιστικού, ο οποίος πρωτοήρθε στην Καστοριά το 1907 ως στρατιώτης του τουρκικού στρατού.
Και όταν ήρθε η ώρα της ανταλλαγής των πληθυσμών, εκείνος επέλεξε την Καστοριά, διότι είχε εν τω μεταξύ γνωρισθεί με πολλούς Καστοριανούς όταν εκκλησιάζονταν τις Κυριακές στην Μητρόπολη!
Αντίθετα ο αδερφός του, που δεν παρουσιάστηκε να καταταγεί στον τουρκικό στρατό, συνελήφθη από τους Τούρκους και εξορίστηκε στο Ντιγιαρμπακίρ, στα σύνορα με την Συρία, απ΄ όπου χάθηκαν οριστικά τα ίχνη του…
Ο πατέρας του κυρ – Νίκου είχε μια μαούνα στην λίμνη της Απολλωνιάδας και όταν κατέρρευσε το μέτωπο το 1922, την επίταξε ο ελληνικός στρατός, για να περάσουν οι στρατιώτες που υποχωρούσαν στον Σαγγάριο ποταμό
Χρόνια αργότερα, όταν η οικογένεια Πιστικού εγκαταστάθηκε στην Καστοριά, έλαβε μια ειδοποίηση από το ελληνικό δημόσιο, να εισπράξει αποζημίωση για την μαούνα.

Κάτι που στις μέρες μας θεωρεί αδιανόητο από κάποια “μνημονιακή” ΔΟΥ…