ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ… Η απελευθέρωση της Καστοριάς κι ο θησαυρός του μπέη! (Του Δημήτρη Ιατρίδη)

Νύχτωνε στη σκλαβωμένη Καστοριά της 10ης προς 11η Νοεμβρίου του 1912.
Παντού επικρατούσε νεκρική σιγή!

Μόνο στο κονάκι του Μεχμέτ Αγά, που βρίσκονταν δίπλα στην μεγάλη πύλη του κάστρου (σημερινή πλατεία Δαβάκη) διακρίνονταν μια περίεργη αναστάστωση, που προμηνούσε ότι κάτι διαφορετικό θα συμβεί!

Πράγματι, ο μπέης που συμβόλιζε την ανώτερη αρχή της οθωμανικής κυριαρχίας, είχε λάβει από νωρίς το μήνυμα,
να εγκαταλείψει το συντομότερο την πόλη.

Γιατί από ώρα σε ώρα θα έμπαιναν, ως ελευθερωτές, αρκετές χιλιάδες ελληνικού στρατού, που είχαν στρατοπεδεύσει στα υψώματα του Αποσκέπου.

Όμως ο πανικός του μπέη δεν οφείλονταν τόσο στο να διασφαλίσει την διαφυγή του προς την Κορυτσά, όσο να εξασφαλίσει το θησαυροφυλάκιό του, που απαρριθμούσε μερικά κασόνια με χρυσές λίρες!

Προηγουμένως έκανε μια απόπειρα να φυγαδεύσει με μουλάρια το πολύτιμο φορτίο. Αλλά οι άνθρωποί του  ενημερώθηκαν ότι στα υψώματα της “Ψαλίδας”, έστησαν καρτέρι  τουρκαλβανοί ληστές και επέστρεψαν άπρακτοι! Η αγωνία του αυξάνονταν κατακόρυφα όσο πλησίαζε η ώρα που θα έπρεπε να εγκαταλείψει την πόλη. Και τότε πήρε την μεγάλη απόφαση…

Περίμενε να νυχτώσει για τα καλά, για να βάλει σε εφαρμογή το εναλλακτικό  σχέδιο που το δούλευε στο μυαλό του τις τελευταίες ώρες.

Απέναντι από το κονάκι του μπέη υπήρχε ένα χαμόσπιτο, όπου έβρισκε καταφύγιο ένας από τους απόκληρους της πόλης.
Ο νεαρός αυτός άστεγος ήταν ένας μοναχικός τύπος, που έκανε δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει. Και στηρίζονταν στην φιλανθρωπία των εύπορων συμπολιτών του, για το πιάτο της ημέρας!

Εκείνο το βράδυ, έκανε ένα διαβολεμένο ψοφόκρυο και δεν τον έπιανε  ύπνος.  Έκοβε βόλτες στο μισογκρεμισμένο δωμάτιο και με το βλέμμα του έψαχνε την πιο ζεστή γωνιά για να κουρνιάσει.

Αλλά μόλις πήγαινε να λαγοκοιμηθεί, πετάγονταν πάνω από κάτι περίεργους θορύβους, που έμοιαζαν με γδούπους, οι οποίοι προέρχονταν από την πίσω πλευρά, που “έβλεπε” στην αυλή του Μενδρεσέ.

Με τα πόδια του να τρέμουν από τον φόβο, πλησίασε στο σπασμένο τζάμι ενός παραθυριού και αυτό που είδε τον άφησε με το στόμα ανοιχτό….

Τούρκοι στρατιώτες έριχναν κάτι μεγάλα κιβώτια στο πηγάδι της αυλής και στην συνέχεια τα σκέπαζαν με πέτρες και χώμα.

Αλλά μόλις τελείωσαν την αποστολή τους. ο επικεφαλής αξιωματικός, έβγαλε το περίστροφο και τους εκτέλεσε εν ψυχρώ έναν προς έναν επιτόπου!

Την άλλη μέρα και τις επόμενες μέρες, η πόλη ζούσε τους ρυθμούς της απελευθέρωσης. Ο κόσμος είχε ξεχυθεί στους δρόμους και πανηγύριζε τις ανέλπιστες στιγμές που ζούσε. Οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα για να μεταδώσουν το θείο μήνυμα στα πέρατα του ελληνισμού.

Μέσα σ΄ αυτό το πανδαιμόνιο, κανείς δεν πρόσεξε μια γραφική φιγούρα που καθημερινά γλιστρούσε, σχεδόν αθόρυβα, με το γαϊδουράκι του ανάμεσα στον κόσμο, κουβαλώντας κοπριά για το αμπελάκι του που βρίσκονταν πέρα προς την πλευρά του “Φουντουκλή”.
Αυτό το δρομολόγιο συνεχίστηκε για μερικές μέρες, χωρίς να δώσει κανείς σημασία από τους υπόλοιπους συμπολίτες του.

Όμως το ενδιαφέρον του για το αμπέλι δεν κράτησε πολύ… Και ύστερα από μερικούς μήνες έφυγε για την Αμερική…

Από τότε χάθηκαν τα ίχνη του και κανείς από τους Καστοριανούς μετανάστες δεν ανέφερε ποτέ κάτι γι΄ αυτόν!

Αλλά όταν επέστρεψε στην γενέτειρα, μετά από δεκαπέντε χρόνια, ζάμπλουτος και αριστοκράτης, κάποιοι κακεντρεχείς είπαν ότι σκόπιμα εξαφανίστηκε σε πόλη της Αμερικής που δεν υπήρχε Καστοριανός, για να μην αποκαλυφθεί η προέλευση του πλούτου του…

Με τα χρήματα που έφερε, επένδυσε στο real estate της εποχής, αγοράζοντας ξενοδοχεία, διαμερίσματα και μαγαζιά στην Θεσσαλονίκη.

Δεν ξέχασε όμως και την γενέτειρα, που του χάρισε αυτό το ωραίο ταξίδι, όπως είπε κι ο ποιητής.

Σε δική του δωρεά οφείλονταν το σύγχρονο εργαστήριο χημείας του Γυμνασίου της Καστοριάς, το οποίο όμως απανθρακώθηκε από μια πυρκαγιά που ξέσπασε από άγνωστη αιτία…

Χρόνια αργότερα, κάπου το 1973, ένα πρωινό του καλοκαιριού, ο παλιός Καστοριανός που ανηφόριζε την Μητροπόλεως, ρώτησε τον γνωστό του μαγαζάτορα, ποιοί είναι αυτοί που σκάβουν στην αυλή του Μενδρεσέ;

Ο άλλος καλύτερα ενημερωμένος, τον πληροφόρησε ότι ήταν Τούρκοι που ήρθαν από την Κωνσταντινούπολη, για να βρούν το θησαυρό του μπέη με την άδεια του ελληνικού κράτους!

Τότε εκείνος, γύρισε υποτιμητικά  το βλέμμα του προς τους Τούρκους χρυσοθήρες και είπε κουνώντας το κεφάλι:
-Τώωωρα θησαυρός…. Νάταν κι άλλος…