Πολιτικός παραγοντισμός και πολιτική δράση (Του Λεωνίδα Εκιντζόγλου)

Στις 8 Ιουνίου το μεσημέρι από τον προσωπικό τοίχο του Δημάρχου του Άργους Ορεστικού στο facebook, κ. Πάνου Κεπατσόγλου, εξεπέμθη το ακόλουθο μήνυμα:

«Θέλω να ευχαριστήσω θερμά την Ολυμπία Τελιγιορίδου για τη συνεισφορά της στην εξασφάλιση χρηματοδότησης από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων που αφορά στη συντήρηση του ΔΑΚ Άργους Ορεστικού και ανέρχεται στο ποσό των 182.190,58 €.
Ο εκσυγχρονισμός και η αναβάθμιση των αθλητικών υποδομών αποτελεί βασική προτεραιότητα του Δήμου Άργους Ορεστικού και με τη συμβολή όλων μας αυτό επιτυγχάνεται τάχιστα, προς όφελος πάντα των πολιτών.»

Σε απλά ελληνικά:
Ο δήμος Α.Ο. θέλοντας να κάνει συντήρηση του ΔΑΚ ζήτησε λεφτά από το κράτος και αυτό του τα έδωσε ΑΦΟΥ ή ΕΠΕΙΔΗ το παρακάλεσε σχετικά η τοπική βουλευτής της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Υπονοούμενο εδώ είναι ότι, άνευ της παρέμβασης της βουλευτού, είτε το κράτος δεν θα χορηγούσε όλως διόλου το αιτηθέν κονδύλιο, είτε θα καθυστερούσε πάρα πολύ να το αποδώσει.

Κατά συνέπεια η παρέμβαση αποκλείοντας τις δυο αυτές κακές εναλλακτικές και δίνοντας αίσιο τέλος στην όλη υπόθεση δικαιολόγησε την συγκεκριμένη έκφραση ευγνωμοσύνης του Δήμου.
Εκ πρώτης όψεως τα πράγματα φαίνονται όχι μόνον απολύτως ομαλά αλλά και ευχάριστα για τους δημότες του Αργους Ορ. οι οποίοι διαπιστώνουν πως υφίσταται μια αγαστή συνεργασία Δήμου (ή Δημάρχου, αν θελήσουμε να το προσωποποιήσουμε) και Βουλευτού.

Με μια πιο διεισδυτική ματιά ωστόσο διαφαίνονται ορισμένα προβλήματα αυτής της μεθόδου.
Οι Δήμοι είναι ΝΠΔΔ και υποστηρίζονται οικονομικά από τρεις πηγές:
α) από την τοπική φορολογία β) από τυχόν επιχειρηματικές τους προσόδους και γ) από την κρατική χρηματοδότηση.

Αυτή η τελευταία είναι δια νόμου επιβεβλημένη και συνιστά ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ της πολιτείας έναντι των ΟΤΑ. Δεν ανήκει στην διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης το αν θα δώσει ή όχι λεφτά στους Δήμους αλλά το πόσα και πότε.

Κατά συνέπεια όταν ένας Δήμος καταρτίζει προυπολογισμό και ζητά συγκεκριμένα κονδύλια για συγκεκριμένους κωδικούς, η πολιτεία είναι, δια νόμου, υποχρεωμένη να του χορηγήσει τα λεφτά. Κατόπιν ελέγχων νομιμότητας και σκοπιμότητας αλλά πάντως υποχρεωμένη. Οι Δήμοι συνιστούν κρατικά μορφώματα, κρατικές υπηρεσίες, μονάδες στο συνολικό οργανόγραμμα του γενικού Κράτους οπότε οι δράσεις τους είναι κρατικές δράσεις και η χρηματοδότηση αυτών των δράσεων γίνεται με κρατικά λεφτά.
Ενας ή μία βουλευτής από την άλλη πλευρά είναι αντιπρόσωπος ενός συγκεκριμένου πληθυσμού στο κοινοβούλιο της χώρας. Είναι αντιπρόσωπος επιφορτισμένος με ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ και όχι εκτελεστικές αρμοδιότητες (εκτός και αν στην πορεία των πολιτικών πραγμάτων κάποια στιγμή καταστεί υφυπουργός ή υπουργός).

Η τοπική βουλετής του νομού Καστοριάς μέχρι στιγμής τουλάχιστον δεν έχει αποκτήσει θέση και τίτλο μέλους της εκτελεστικής εξουσίας. Κατά συνέπεια ο πολιτικός της ρόλος είναι μόνον αυτός που συσχετίζεται με εργασίες του κοινοβουλίου.

Εκ των ανωτέρω προκύπτουν δύο βάσιμοι συνειρμοί.
Πρώτον, ο Δήμος του ΑΟ που δικαιούται όπως και να έχει, κρατική χρηματοδότηση δεν θα έπρεπε να ευχαριστεί κανένα απολύτως μέρος ή μέλος της υπερκείμενης εκτελεστικής εξουσίας αφού το κάθε τέτοιο θα έκανε απλώς την δουλειά του χρηματοδοτώντας τον.

Δεν ευχαριστείς τον ταμία μιας τράπεζας που σηκώνει λεφτά από τον λογαριασμό σου και σου τα δίνει στο χέρι. Δεν έχει εναλλακτικές. Είναι δουλειά του και πληρώνεται για να την κάνει.

‘Ευχαριστώ’ λες μόνο έναντι προσώπων που μπορούν να πράξουν διαφορετικά. Ευχαριστείς για παράδειγμα τον φίλο που σου δίνει δανεικά γιατί αυτός ΕΧΕΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ και μπορεί κάλλιστα να αρνηθεί να σου δώσει.
Δεύτερον δεν ανήκει στην δικαιοδοσία ενός κοινοβουλευτικού εκπροσώπου ενός νομού η εμπλοκή στους μηχανισμούς χρηματοδότησης ενός Δήμου ούτε κανενός άλλου τοπικού οργάνου, υπηρεσίας ή φορέα. Ενας βουλευτής δεν έχει καμία απολύτως δουλειά να μπλέκει με το ποια κρατική υπηρεσία της κεντρικής διοίκησης θα σηκώσει λεφτά από ποιο πρόγραμμα και θα τα μεταφέρει σε ένα τοπικό κέντρο εκτέλεσης έργων και δράσεων.
Εκτός κι αν θέλει να εμπλακεί εσκεμμένα
Για να δείξει ίσως ότι, άνευ της δικής του βούλησης και μεσολάβησης, η μεταφορά αυτών των ποσών δεν θα μπορούσε να καταστεί εφικτή.
Αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν υποδηλωτικό δομών διοίκησης ενός προσωποπαγούς και παραγοντικού κράτους και όχι μιας σύγχρονης, αμερόληπτης και αξιοκρατικής πολιτείας.
Δομών δηλαδή που ανήκαν σε διοικητικούς τύπους παλαιοτέρων εποχών τους οποίους η ελληνική αριστερά έχει κατ’ επανάληψη στηλιτεύσει και δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να μιμηθεί και να διαιωνίσει.
Εκτός πια κι αν υποθέσουμε πως ο παραγοντισμός και οι πελατειακές σχέσεις δεν πέθαναν και παραμένουν ακμαίες και παραγωγικές…
Εκτός πια κι αν οι σύγχρονοι βουλευτές μας υπάρχει περίπτωση να θέλουν να εξακολουθήσουν να εξαργυρώνουν ψήφους παριστάνοντας τους sine qua non διαπρύσιους μεσολαβητές προς την κεντρική διοίκηση.
Και συνεχίσουν να λένε εκείνο το περιβόητο παλαιοπολιτικό ‘η δράση κατέστη εφικτή κατόπιν των ενεργειών μου…’ ή, ακόμη πιο γλαφυρά, να λένε εκείνο που ένας πρόσφυγας πολιτικός έλεγε με τα σπαστά ελληνικά του το 1932 στους Θρακιώτες ψηφοφόρους του.
«Μην ανησυχείτε αγαπητοί. Εγώ θα ενεργηθώ για εσάς!»