Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία…. Πώς η ιστορία γίνεται σιωπή… (Του Χρήστου Γιούτσου)

Τι άνοιξη αυτή και φέτος!!!

Οι βροχές πέσανε σιγανές και μετρημένες, κι έτσι άργησε να σκάσει το χώμα.

Μετά όμως έθρεψαν  τα αγριόχορτα και το γρασίδι στις πλατείες, πρασίνισαν και τα δέντρα κι η άνοιξη πλέον είναι πανέμορφη!
Πώς λοιπόν να αντισταθείς σ΄ έναν περίπατο και μάλιστα όταν ζεις σε μια από τις ομορφότερες πόλεις με μια λίμνη ονειρεμένη.

Οι άνθρωποι βέβαια για αρκετές μέρες κλείστηκαν στα σπίτια τους λόγω του γεγονότος της πανδημίας και όταν θέλανε να βγούνε, έδεναν πάνω από την μύτη τους και το στόμα τους ένα μαντήλι ή έβαζαν μια χάρτινη μάσκα.

Είδα και κάποιους με κάτι μεγάλα ματογυάλια που έμοιαζαν με παρωπίδες (κακό πράγμα οι παρωπίδες στην ζωή ) για να προφυλάξουν τα μάτια τους.

Σαν νύχτωνε, πριν λίγο καιρό, η πόλη ερήμωνε. Οι δρόμοι σκοτείνιαζαν και μόνο τα παράθυρα των σπιτιών φώτιζαν.
Τα μαγαζιά κλειστά με σφηνωμένες τις πόρτες και τα παράθυρα και την αγωνία των ανθρώπων της βιοπάλης να μην ξέρουν τι να κάνουν.

Είδα τα τραπεζάκια και τις καρέκλες έξω από τα μαγαζιά υγειονομικού ενδιαφέροντος, στοιβαγμένα μεσ΄ τη σκόνη να είναι πάνω τους. Μέσα σ΄ ένα κατάστημα ένας μαγαζάτορας τακτοποιούσε τα εμπορεύματά του και είχε πολύ σιγά ανοιχτό το ραδιόφωνό του, ακούγοντας το τραγούδι των Θάνου Μικρούτσικου και Άλκη Αλκαίου με την φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου (δυστυχώς έχουν φύγει από την ζωή τα τελευταία χρόνια και οι τρεις τους) “Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία, πώς η ιστορία γίνεται σιωπή”.

Δεν τόλμησα να πλησιάσω τον μαγαζάτορα αλλά σκέφτηκα και τον ταύτισα με τους στίχους του τραγουδιού, όπως ταύτισα με τους ίδιους στίχους και όλους τους εργαζόμενους κι ιδιαίτερα τα νέα άνεργα παιδιά που περιμένουν το χαρτζιλίκι από την πενιχρή σύνταξη του παππού και της γιαγιάς.

Εκεί αναρωτήθηκα πώς να δουλέψουν αυτά τα μαγαζιά όταν πέντε – δέκα πολυεθνικές με την ευλογία και την υποστήριξη της Ενωμένης Ευρώπης και με την συνθήκη του Μάστριχ διέλυσαν όλη την οικονομία, την γεωργία, την κτηνοτροφία και την βιομηχανία για να πουλάνε αυτοί τα δικά τους προϊόντα και εμείς σαν χώρα να βρισκόμαστε σε συνεχή αδιέξοδα;

Απ΄ την άλλη, ταλαιπωρούν τον απλό λαό φορτώνοντάς του ένα σωρό υποχρεώσεις , τον στοιβάζουν στις τράπεζες και στα άλλα ταμεία, έχοντας όλοι τους μόνο από έναν υπάλληλο στα ταμεία τους και ζητώντας απ΄ τον απλό λαό να μάθει να λειτουργεί με τον ίντερνετ.
Και τα συναφή του, για να τραγουδήσει και ο Μπαρμπα – Μιχάλης διακωμωδώντας την κατάσταση έξω από μια τράπεζα το “συγχώραμε που δεν καταλαβαίνω τι λένε τα κομπιούτερ και οι αριθμοί” , από το ίδιο τραγούδι βέβαια που είχα προαναφέρει.