Χρονογράφημα: Με ξένα κόλλυβα μνημόσυνο! (Του Δημήτρη Ιατρίδη)

Η σκηνή που παραπέμπει στο γνωστό ποίημα του Κ. Καβάφη “Περιμένοντας του βαρβάρους”, εκτυλίσσεται στο καφενείο ενός μικρού χωριού της καστοριανής περιφέρειας, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960.

Εκεί έχουν μαζευτεί από νωρίς οι προεστοί του χωριού, με επικεφαλής τον πρόεδρο της Κοινότητας και τον παπα – Ανάργυρο, για να υποδεχθούν τον υψηλό επισκέπτη.

Στον τοίχο του καφενείου, ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους, κρέμεται ένα ημερολόγιο με το γνωστό έμβλημα της “εθνοσωτήριου επαναστάσεως”, που ενημερώνει ότι διανύουμε το σωτήριον έτος 1967.
Η νευρικότητα που διακρίνει τον παπα- Ανάργυρο, κρίνεται απόλυτα δικαιολογημένη από τους υπόλοιπους της ομήγυρης. Όχι γιατί πρόκειται να υποδεχθεί τον ιερατικό προϊστάμενό του και θα πρέπει να επιδείξει τον καλύτερο εαυτό του, αλλά γιατί αυτός ο συγκεκριμένος δεν ήταν ένας συνηθισμένος δεσπότης – όπως οι προηγούμενοι…

Ήταν ο φοβερός και τρομερός Δωρόθεος, που λόγω των διασυνδέσεων με το καθεστώς, ασκούσε και κοσμική εξουσία – μεγαλύτερη ίσως και από εκείνη του νομάρχη…

Καλός ιερέας ο παπά – Ανάργυρος στα εκκλησιαστικά του καθήκοντα. Χωρίς όμως ιδιαίτερες συμπάθειες στο χωριό, γιατί ήταν αρκετά φιλοχρήματος και πολύ “σφιχτοχέρης” όταν ήταν ν΄ανοίξει το πορτοφόλι του και να πληρώσει τα τρέχοντα. Σε σημείο που κάποιοι συγχωριανοί αναρωτιόνταν αν ο νονός του έκανε… πλάκα όταν τον βάφτισε: Ανάργυρο!

Το νέο της επίσκεψης του μητροπολίτη, είχε κυκλοφορήσει από την προηγούμενη σε όλο το χωριό και οι περισσότεροι κάτοικοι έσπευσαν να τον γνωρίσουν από κοντά. Άλλοι από περιέργεια και άλλοι από φόβο, μην τυχόν και πάρει… απουσίες, όπως έκανε στα σχολεία που επισκεπτόταν!

Όσο περνούσε η ώρα τόσο μεγάλωνε ο ανθρώπινος κλοιός γύρω από το καφενείο. Ενώ στα “πηγαδάκια” έξω από αυτό, έδιναν και έπαιρναν οι αντιφατικές πληροφορίες, για τον επίσημο επισκέπτη, με ρυθμό ανταποκρίσεων μεγάλου ειδησεογραφικού πρακτορείου. Ανάμεσά τους και το “πειραχτήρι” του χωριού, που είχε σκαρφαλώσει στα κάγκελα του παραθυριού και με το βλέμμα του “σκανάριζε” το εσωτερικό του καφενείου, από την μια άκρη στην άλλη.

Κάποια στιγμή φάνηκε στην πρώτη στροφή του δρόμου το στρατιωτικό τζιπ που μετέφερε τον Δωρόθεο (καθότι ήταν και στρατιωτικός ιεράρχης) και το συγκεντρωμένο πλήθος “άνοιξε’ σαν την… Ερυθρά Θάλασσα, για να περάσει μέσα ο νέος Μωυσής.

Εκείνος με ύφος αγέρωχο… χιλίων καρδιναλίων, προχώρησε στα ενδότερα του καφενείου, χωρίς να ανταλλάξει ούτε κουβέντα με το συγκεντρωμένο χριστεπώνυμο πλήθος.Προφανώς η θητεία του, ως στρατιωτικός ιερέας στο Πατριαρχείο της Αλεξάνδρειας μεταπολεμικά, του έδωσε τα “διαπιστευτήρια” για να κινείται με άνεση στους “αρμούς” της εξουσίας του στρατιωτικού καθεστώτος. Με αποτέλεσμα και μόνο η παρουσία του να προκαλεί σοκ και δέος στους ταπεινούς θαμώνες του καφενείου.

Όταν στρογγυλοκάθισε στην ειδική πολυθρόνα που είχε επιστρατευθεί για την περίσταση από το κοινοτικό κατάστημα, γύρισε προς τον καφετζή και με επικτακτικό ύφος του είπε:
-Κέρνα τον κόσμο από ένα λουκούμι…
Και απευθυνόμενος προς τον παπα – Ανάργυρο είπε με ύφος γεμάτο υπονοούμενα:
-Αυτά τα πληρώνω εγώ γέροντα, εσύ θα πληρώσεις μόνο τους καφέδες…

Δυστυχώς για τον παπα – Ανάργυρο, ο δεσπότης έφυγε χωρίς να πληρώσει απολύτως τίποτα… Και το βάρος του λογαριασμού έπεσε στον ίδιο! Αλλά τα βάσανα του παπά δεν σταμάτησαν εδώ… Μια πιο οδυνηρή έκπληξη τον περίμενε όταν στο τέλος ο καφετζής του ανακοίνωσε με ύφος γερο – Λαδά, ότι τα λουκούμια που μοίρασε στον κόσμο, χρεώνονταν όχι με το κιλό αλλά σαν “κέρασμα” στον καθένα ξεχωριστά! Το όλον, ο λογαριασμός ανήλθε στο εξωφρενικό για την εποχή ποσό των 300 δραχμών!!!

Δεν χρειαζόταν να είναι κάποιος Φρόιντ, για να αντιληφθεί την ψυχολογική περιδίνηση του παπα – Ανάργυρου εκείνη την στιγμή. Ο οποίος θα προτιμούσε να πέσει το ταβάνι του καφενείου και να τον πλακώσει, από το να υποκύψει στον ωμό εκβιασμό του καφετζή.

Εκείνος πάλι, όταν είδε τον ιερέα να αμφιταλαντεύεται, του “πέταξε” ένα ξερό:
-Καλά θα πάω στον δεσπότη να μου τα πληρώσει…

Τότε έκανε την εμφάνισή του το “πειραχτήρι” του χωριού, που όλη αυτήν την ώρα άκουγε τον διάλογο του ιερέα με τον καφετζή και έριξε το “κεντρί” του λέγοντας:

-Μα είναι πράγματα αυτά παπά μου, να πληρώσεις εσύ τα κεράσματα του δεσπότη;

-Κουταμάρες… Με ξένα κόλλυβα μνημόσυνο, απάντησε εκείνος, χωρίς να το πολυσκεφθεί, για το ατόπημα που διέπραξε πάνω στον εκνευρισμό τους.

Και χωρίς να αντιληφθεί ότι συνομιλούσε μ΄ έναν τρίτο, που θα μπορούσε να διαρρεύσει τα λεγόμενά του σ΄ όλο το χωριό και να φτάσουν στα αυτιά του δεσπότη…

Έφυγε από το καφενείο μουρμουρίζοντας, χωρίς να κοιτάξει πίσω του.

Αυτό ήταν το πρώτο – και τελευταίο – “μνημόσυνο” που έκανε ο παπά – Ανάργυρος, με τα … δικά του κόλλυβα!