Χωρίς άδεια λειτουργίας το χιονοδρομικό κέντρο στο Βίτσι, παραμένει κλειστό

Σε μια περίοδο που τα περισσότερα χιονοδρομικά κέντρα της χώρας δείχνουν σημάδια ανάκαμψης, για να κερδίσουν το χαμένο έδαφος των προηγούμενων χρόνων, υπάρχουν και ορισμένα που δεν φρόντισαν έγκαιρα να προσαρμοστούν στις οδηγίες της Ευρωπαικής Επιτροπής, για να αποκτήσουν άδεια λειτουργίας!
Μεταξύ αυτών και το Χιονοδρομικό Κέντρο Βιτσίου, το οποίο έχει παραχωρηθεί το 1985 από την τότε κοινότηττα Οξυάς στον Σ.Χ.Ο.Κ. (Σύλλογος Χιονοδρομίας Ορειβασίας Καστοριάς)
με μακροχρόνια σύμβαση.

Το συγκεκριμένο Χιονοδρομικό δεν διαθέτει άδεια λειτουργίας και μόλις πρόσφατα τα μέλη της διοίκησης του ΣΧΟΚ ζήτησαν από τον Δήμο Καστοριάς να προχωρήσει τις διαδικασίες για την έκδοση άδειας περιβαλλοντικών όρων, που αποτελεί βασική προυπόθεση για την άδεια λειτουργίας του. Ενώ πριν από μερικά χρόνια με προγραμματική σύμβαση με την Περιφέρεια, ο ΣΧΟΚ ανέλαβε την αντικατάσταση του τεχνικού εξοπλισμού και την προσαρμογή του στις σύγχρονες απαιτήσεις λειτουργίας των χιονοδρομικών κέντρων.

Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι από τα τρία χιονοδρομικά κέντρα της Δυτικής Μακεδονίας, μόνο εκείνο της Βίγλας – Πισοδερίου που το διαχειρίζεται ιδιώτης, λειτουργεί κανονικά.
Ενώ το άλλοτε δημοφιλές και με μεγάλη επισκεψιμότητα χιονοδρομικό της Βασιλίτσας στα Γρεβενά, έχει περιέλθει σύμφωνα με πληροφορίες στην δικαιοδοσία του ΤΑΙΠΕΔ αλλά παρόλα αυτά έχει κατατεθεί αίτημα από τον φορέα που το διαχειρίζεται για άδεια περιβαλλοντικών όρων στο Περιφερειακό Συμβούλιο Δυτικής Μακεδονίας.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, υπάρχει πρόσφορο έδαφος για το χιονοδρομικό Βιτσίου, να αναβαθμιστεί και να λειτουργήσει ανταγωνιστικά προς τα υπόλοιπα χιονοδρομικά της ευρύτερης περιοχής, έχοντας ως συγκριτικό πλεονέκτημα την ελάχιστη απόσταση που το χωρίζει από την πόλη της Καστοριάς.

Και να ενσωματωθεί στο συνολικό τουριστικό «πακέτο» του Δήμου Καστοριάς, ως πόλος
έλξης χιλιάδων φίλων των χειμερινών σπόρ.
Αρκεί να απογαλακτιστεί έγκαιρα από νοοτροπίες και αντιλήψεις του παρελθόντος, που το κράτησαν καθηλωμένο, επί τόσο χρόνια, σ’ ένα ιδιότυπο ιδιοκτησιακό και διαχειριστικό καθεστώς