Στην καρδιά της Δυτικής Μακεδονίας, δύο εμβληματικά βουνά στέκουν ως φυσικοί φάροι, φιλοξενώντας χιονοδρομικά κέντρα με ιστορία και δυναμική. Ωστόσο, οι μοίρες τους φαίνεται να ακολουθούν αντίθετες πορείες. Ενώ η Βασιλίτσα ετοιμάζεται να ζήσει μια νέα εποχή ανάπτυξης με μια σημαντική επένδυση άνω των 20 εκατομμυρίων ευρώ, το χιονοδρομικό κέντρο του Βιτσίου βυθίζεται στην αβεβαιότητα και την εμφανή απαξίωση.
Η πρόσφατη ανακοίνωση του Υπερταμείου σηματοδοτεί ένα κομβικό σημείο για τη Βασιλίτσα. Η ανάδειξη της εταιρείας «UCERT Μονοπρόσωπη ΙΚΕ», μέλους του ομίλου D group, ως προτιμητέου επενδυτή για την αξιοποίηση του Εθνικού Χιονοδρομικού Κέντρου Βασιλίτσας (ΕΧΚΒ) μέσω σύμβασης παραχώρησης για 40 χρόνια, γεννά προσδοκίες για ένα λαμπρό μέλλον. Η ετήσια μεταβλητή αμοιβή που αναμένεται να ξεπεράσει τα 7 εκατομμύρια ευρώ σε βάθος χρόνου υπογραμμίζει τη δυναμική της επένδυσης.
Στόχος του Υπερταμείου είναι σαφής: η μετατροπή της Βασιλίτσας σε έναν ελκυστικό πόλο ορεινού τουρισμού, ικανό να προσελκύσει επισκέπτες καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, ενισχύοντας την ήπια τουριστική ανάπτυξη της περιοχής. Η επένδυση αυτή αναμένεται να αναβαθμίσει τις υποδομές, να εκσυγχρονίσει τις υπηρεσίες και να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες απασχόλησης, δίνοντας νέα πνοή στην τοπική οικονομία.
Αντίθετα, το χιονοδρομικό κέντρο του Βιτσίου, με τη δική του ιστορία και φυσική ομορφιά, φαίνεται να οδηγείται στην αφάνεια. Παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες για αναβάθμιση, η έλλειψη σταθερής επένδυσης και η απουσία ενός μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδίου έχουν οδηγήσει σε σταδιακή απαξίωση των εγκαταστάσεων. Οι φθορές είναι εμφανείς, οι υπηρεσίες υποβαθμίζονται και η ελκυστικότητα του κέντρου για τους επισκέπτες μειώνεται συνεχώς.
Η αντίθεση ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις είναι εντυπωσιακή. Ενώ η Βασιλίτσα ετοιμάζεται να αξιοποιήσει στο έπακρο τις δυνατότητές της, με την υποστήριξη σημαντικών κεφαλαίων και ένα σαφές όραμα για το μέλλον, το Βίτσι παλεύει με την εγκατάλειψη και την αβεβαιότητα. Η έλλειψη επενδυτικού ενδιαφέροντος και η απουσία μιας συγκροτημένης στρατηγικής για την αναβίωση του κέντρου δημιουργούν ένα δυσοίωνο σκηνικό.
Η διαφορετική αντιμετώπιση των δύο χιονοδρομικών κέντρων εγείρει ερωτήματα για τις προτεραιότητες και τις αναπτυξιακές στρατηγικές στην περιοχή. Είναι γεγονός ότι η Βασιλίτσα διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως μεγαλύτερη έκταση και υψηλότερο υψόμετρο, που την καθιστούν πιο ελκυστική για επενδύσεις. Ωστόσο, το Βίτσι έχει τη δική του μοναδική γοητεία και ιστορική σημασία για την περιοχή.
Η απαξίωση του χιονοδρομικού κέντρου στο Βίτσι δεν είναι μόνο ένα οικονομικό ζήτημα. Έχει κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις για την ευρύτερη περιοχή. Η απώλεια ενός σημαντικού τουριστικού πόλου μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική μαρασμό των γύρω περιοχών, απώλεια θέσεων εργασίας και ερήμωση. Επιπλέον, η εγκατάλειψη των υποδομών μπορεί να δημιουργήσει περιβαλλοντικά προβλήματα.
Η επένδυση στη Βασιλίτσα είναι αναμφίβολα μια θετική εξέλιξη για την περιοχή. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να οδηγήσει στην πλήρη εγκατάλειψη του Βιτσίου. Θα ήταν σημαντικό να εξεταστούν εναλλακτικές λύσεις για την αξιοποίηση του χιονοδρομικού κέντρου, ίσως μέσω μικρότερων επενδύσεων, εναλλακτικών μορφών τουρισμού ή της ανάδειξης της φυσικής ομορφιάς της περιοχής.
Η ιστορία των δύο αυτών βουνών και των χιονοδρομικών τους κέντρων αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των προκλήσεων και των ευκαιριών που αντιμετωπίζει ο ορεινός τουρισμός στην Ελλάδα. Η επιτυχής αναβάθμιση της Βασιλίτσας μπορεί να αποτελέσει ένα φωτεινό παράδειγμα, αλλά η περίπτωση του Βιτσίου υπενθυμίζει την ανάγκη για συντονισμένες προσπάθειες και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για την αξιοποίηση του τουριστικού δυναμικού κάθε περιοχής. Η ελπίδα είναι ότι δεν θα χαθεί οριστικά η ευκαιρία να ξαναζωντανέψει το χιονοδρομικό κέντρο του Βιτσίου και να βρει τη δική του θέση στον τουριστικό χάρτη της χώρας.