Δεν είναι η πρώτη φορά που ο στρατός καλείται να “ξελασπώσει” τον ξεχαρβαλωμένο κρατικό μηχανισμό από την επέλαση των ακραίων καιρικών φαινομένων. Αλλά και τους ιδιώτες – διαχειριστές των εθνικών οδών, των οποίων η μόνη αρμοδιότητα, όπως αποδείχθηκε, είναι να εισπράττουν τα διόδια!
Ήταν αρχές της δεκαετίας του ΄80, όταν βρέθηκα να υπηρετώ την μητέρα – πατρίδα (με 24μηνη θητεία παρακαλώ…) στην μοίρα μέσου βαρύ πυροβολικού, κάπου στα περίχωρα της Βέροιας.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα και το μοναδικό θέμα συζήτησης στα πηγαδάκια της πυροβολαρχίας ήταν οι εορταστικές άδειες. Ειδικά για μας του νεότερους (κοινώς “στραβάδια”) που είχαμε πάνω από δέκα μήνες να πάμε στα σπίτια μας.
Όλα κυλούσαν ήρεμα και τίποτα δεν προμηνούσε αυτό που θα συνέβαινε…
Ξαφνικά την γαλήνη της Χριστουγεννιάτικης προσμονής διέκοψε ο εκκωφαντικός ήχος της σειρήνας του στρατοπέδου που καλούσε σε συναγερμό!
Πεταχτήκαμε αλαφιασμένοι από τα κρεβάτια και τρέξαμε άρον – άρον στον χώρο της αναφοράς, όπου μας περίμενε κιόλας ο διοικητής ο οποίος με βλοσυρό ύφος ανακοίνωσε ότι αναστέλλονται όλες οι άδειες! Αυτό ήταν!
Σαν να μας “έκοψε” ένα αόρατο δρεπάνι τα πόδια… και ούτε που ακούσαμε τα παρακάτω, τα οποία μάθαμε εκ των υστέρων από στόμα σε στόμα.
Τι είχε συμβεί λοιπόν; Και έπρπε να περάσουμε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά στο στρατόπεδο;
Σύμφωνα με το σήμα που ήρθε από την Μεραρχία, είχε “σπάσει” το ανάχωμα της κοίτης του Λουδία και είχε πλημμυρίσει ο κάμπος της Βέροιας σαν απέραντη λίμνη. Γι΄ αυτό έπρεπε η Μοίρα να χωριστεί σε τρεις βάρδιες, οι οποίες θα πήγαιναν εναλλάξ στο μέτωπο της πλημμύρας και με… αμμόσακκους θα επιχειρούσαν να κλείσουν το φράγμα του ποταμού!
Εγώ συμμετείχα στην δεύτερη βάρδια, η οποία ξεκίνησε από το στρατόπεδο γύρω στις 8 το πρωί και μετά από κάποια ώρα – που μας φάνηκε αιώνας – το ρέο έφτασε αγκομαχώντας στο μέτωπο της πλημμύρας.
Η πρώτη εικόνα που αντικρύσαμε, ήταν κάτι παραπάνω από εξοργιστική! Οι φαντάροι της πρώτης βάρδιας κατάκοποι και λασπωμένοι μέχρι την κορυφή, τσαλαβουτούσαν μέσα στα λασπόνερα, μεταφέροντας χέρι με χέρι τους αμμόσακκους μέχρι το ποτάμι. Ενώ παραδίπλα πολίτες της περιοχής… φωτογραφίζονταν με φόντο τους ταλαιπωρημένους φαντάρους.
Αλλά πριν προλάβουμε να συνέλθουμε από το σοκαριστικό αυτό θέαμα ακούστηκε πίσω μας η φωνή του νεαρού υπολοχαγού:
– Τραβηχτείτε όλοι πίσω… Εμείς ήμαστε στρατιώτες που υπηρετούμε την πατρίδα και δεν είμαστε δούλοι κανενός…
Μια ανυπόκριτη χαρά μαζί με θαυμασμό μας κυρίευσε όλους για τον υπολοχαγό μας. Αλλά πριν προλάβουμε να καπνίσουμε το πρώτο τσιγάρο, φάνηκε στο βάθος του δρόμου το τζιπ με τα διακριτικά του στρατηγού της Μεραρχίας. Και πριν προλάβει να σταματήσει, ο στρατηγός έδωσε αμέσως διαταγή στον οδηγό – στρατονόμο να συνοδεύσει τον απείθαρχο υπολοχαγό μέχρι το πειθαρχείο!
Παγώσαμε όλοι και χρειάστηκαν αρκετά λεπτά μέχρι να συνέλθουμε…
Από τον λήθαργο του φόβου μας ξύπνησε η γεμάτη θάρρος και αποφασιστικότητα φωνή του υπολοχαγού, ο οποίος αφού χαιρέτησε υποδειγματικά τον ανώτερό του, είπε:
– Δεν χρειάζεται στρατηγέ μου να με συνοδεύσει κανένας… Θα πάω με τα πόδια μέχρι την Μεραρχία και εκεί θα σας περιμένω για να υποβάλλω την παραίτησή μου…
Έτσι όπως απομακρύνονταν από κοντά μας, στα μάτια μας φάνταζε να ψηλώνει ολοένα και περισσότερο σαν την σκιά λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα.
Έκτοτε δεν τον είδαμε ποτέ! Και ούτε μάθαμε κάτι γι΄ αυτόν. Μόνο που τώρα, σαράντα χρόνια μετά, είναι ο μόνος αξιωματικός που θυμόμαστε όλοι με το όνομά του…
+