Η εφορία σαρώνει τραπεζικούς λογαριασμούς – Μπλόκο σε ΑΦΜ από την ΑΑΔΕ

Στην καρδιά της νέας στρατηγικής βρίσκεται το Σύστημα Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας.

Με ένα επιθετικό σχέδιο δράσης, η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων ενισχύει τον πόλεμο κατά της φοροδιαφυγής, επιστρατεύοντας τον αυτοματοποιημένο έλεγχο προσαύξησης περιουσίας και τη στοχευμένη απενεργοποίηση «ύποπτων» αριθμών φορολογικού μητρώου. Οι δύο πρωτοβουλίες δημιουργούν έναν στενό κλοιό γύρω από φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις που εμφανίζουν «ασυμφωνίες» μεταξύ δηλωμένων εισοδημάτων και πραγματικών οικονομικών ροών, αλλά και σε ζητήματα φορολογικής ταυτότητας.

Στην καρδιά της νέας στρατηγικής βρίσκεται το Σύστημα Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας, το οποίο επιτρέπει στη φορολογική διοίκηση να αναλύει σε βάθος τραπεζικά και χρηματοοικονομικά δεδομένα και να εντοπίζει με ταχύτητα περιπτώσεις όπου τα δηλωθέντα εισοδήματα δεν δικαιολογούν καταθέσεις, επενδύσεις ή περιουσιακές αποκτήσεις. Τα πρώτα αποτελέσματα των διασταυρώσεων έχουν ήδη οδηγήσει στο άνοιγμα και την ολοκλήρωση ελέγχων σε περισσότερους από 1.500 τραπεζικούς λογαριασμούς, για τους οποίους υπήρχαν ενδείξεις φοροδιαφυγής ή ξεπλύματος χρήματος.

Οι έλεγχοι αυτοί δεν περιορίζονται πλέον στις απλές κινήσεις καταθέσεων. Επεκτείνονται σε δάνεια, πιστωτικές κάρτες, πράξεις ρέπος, επενδυτικά προϊόντα, μετοχές, ηλεκτρονικά πορτοφόλια, ασφαλιστικά συμβόλαια και τραπεζικές θυρίδες, παρέχοντας στην ΑΑΔΕ πλήρη εικόνα της οικονομικής συμπεριφοράς κάθε ΑΦΜ για διάστημα έως και πέντε ετών. Κεντρικό ρόλο διαδραματίζει το αυτοματοποιημένο σύστημα BANCAPP, μέσω του οποίου αποστέλλονται μαζικά και χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση αιτήματα άρσης τραπεζικού και χρηματοοικονομικού απορρήτου προς τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Όταν διαπιστώνεται αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας, η διαφορά θεωρείται φορολογητέο εισόδημα και επιβάλλεται φόρος που φτάνει έως και το 33%.

Ταυτόχρονα, τα ευρήματα των ελέγχων περιουσίας τροφοδοτούν άμεσα τη δεύτερη σκέλη της στρατηγικής, που αφορά την απενεργοποίηση ΑΦΜ τα οποία έχουν αποκτηθεί με ψευδή ή παραποιημένα στοιχεία. Η φορολογική διοίκηση προχωρά σε άμεσες ενέργειες όταν διαπιστώνεται χρήση πλαστών ταυτοποιητικών εγγράφων ή ανακριβών δηλώσεων κατά την απόκτηση ΑΦΜ, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη ενέργεια από τον φορολογούμενο. Με αυτόν τον τρόπο, ο έλεγχος της περιουσίας δεν οδηγεί μόνο σε καταλογισμό φόρων, αλλά και σε «μπλοκάρισμα» της ίδιας της φορολογικής ταυτότητας σε περιπτώσεις σοβαρών παραβάσεων.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις περιπτώσεις όπου το ύποπτο ΑΦΜ συνδέεται με επιχειρηματική δραστηριότητα. Αν φυσικό πρόσωπο του οποίου ο ΑΦΜ απενεργοποιείται συμμετέχει ως μοναδικός εταίρος ή μέλος σε νομικό πρόσωπο, προβλέπεται ταυτόχρονη απενεργοποίηση και του ΑΦΜ της εταιρείας. Η πρακτική αυτή στοχεύει ευθέως στην εξάρθρωση εταιρειών «κελυφών», οι οποίες συχνά αξιοποιούνται για εικονικές συναλλαγές, απόκρυψη εισοδημάτων και διακίνηση «μαύρου» χρήματος.

Στον ίδιο άξονα εντάσσονται και οι έλεγχοι για φορολογουμένους που εμφανίζονται να διαθέτουν περισσότερους από έναν ΑΦΜ. Η κατοχή πολλαπλών φορολογικών ταυτοτήτων θεωρείται ύποπτη και, εφόσον δεν υπάρξει συμμόρφωση για την απενεργοποίηση των επιπλέον ΑΦΜ, η εφορία προχωρά αυτεπάγγελτα, έπειτα από αξιολόγηση δηλώσεων εισοδήματος, περιουσιακών στοιχείων, εταιρικών συμμετοχών και οφειλών.

dnews.gr