Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η τιμή του καφέ στα σούπερ μάρκετ τον Σεπτέμβριο σημείωσε αύξηση 19,8% σε σχέση με πέρυσι, ενώ μέσα στην τελευταία πενταετία οι ανατιμήσεις αγγίζουν το 50%. Στην Αττική, ο καφές στο χέρι κοστίζει πλέον από 1,80 έως 2,80 ευρώ, ανάλογα με την περιοχή και την ποιότητα, ενώ εκείνος που σερβίρεται στο τραπέζι ξεκινά από 3,20 ευρώ και μπορεί να φτάσει τα 5 ευρώ ή και περισσότερο. Οι διαφορετικοί συντελεστές ΦΠΑ – 13% για τον καφέ στο χέρι και 24% για τον σερβιριζόμενο – προσθέτουν επιπλέον βάρος στην τελική τιμή, την ώρα που οι επιχειρήσεις παλεύουν με αυξημένα λειτουργικά κόστη και αδυνατούν να απορροφήσουν τις ανατιμήσεις.
Η άνοδος της τιμής δεν οφείλεται μόνο στη φορολογία και τα κόστη λειτουργίας. Η κλιματική κρίση έχει πλήξει σοβαρά τις χώρες παραγωγής, όπως η Βραζιλία και η Κολομβία, οδηγώντας σε μειωμένες σοδειές και εκτόξευση των διεθνών τιμών. Οι παρατεταμένες περίοδοι ξηρασίας και τα ακραία καιρικά φαινόμενα των τελευταίων ετών έχουν περιορίσει την προσφορά, τη στιγμή που η παγκόσμια ζήτηση παραμένει υψηλή. Η ανισορροπία αυτή, σε συνδυασμό με τη διεθνή κερδοσκοπία στις αγορές εμπορευμάτων, έχει δημιουργήσει ένα ντόμινο αυξήσεων που τελικά φτάνει στον καταναλωτή.
Η εικόνα δεν διαφέρει σημαντικά στην υπόλοιπη Ευρώπη. Σύμφωνα με τα στοιχεία της πλατφόρμας Numbeo.com, το κόστος του καπουτσίνο έχει εκτοξευθεί στις περισσότερες πρωτεύουσες. Πρωταθλήτρια στις τιμές αναδεικνύεται η Κοπεγχάγη, όπου ένα φλιτζάνι φτάνει τα 5,81 ευρώ, ενώ ακολουθούν η Ισλανδία με 5,33 ευρώ και η Ελβετία με 5,27 ευρώ. Τιμές πάνω από τα 4 ευρώ καταγράφονται σε Σκανδιναβία, Ηνωμένο Βασίλειο, Βέλγιο, Ολλανδία, Γαλλία και Αυστρία.
Στον αντίποδα, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων διατηρούν σαφώς χαμηλότερες τιμές. Στην Ιταλία, όπου ο καφές αποτελεί σχεδόν εθνικό σύμβολο, ο καπουτσίνο κοστίζει κατά μέσο όρο 1,53 ευρώ, ενώ στο Κόσοβο μπορεί να βρεθεί ακόμη και στα 1,27 ευρώ. Ωστόσο, η διαφορά στις τιμές δεν αποτυπώνει πάντα την πραγματική επιβάρυνση για τον καταναλωτή, καθώς καθοριστικός παράγοντας είναι η αγοραστική δύναμη.
Με βάση τον λεγόμενο «δείκτη καπουτσίνο», που συνυπολογίζει το μέσο εισόδημα και την τιμή του ροφήματος, οι Ιταλοί μπορούν να αγοράσουν έως και 1.399 καπουτσίνο με τον μέσο μηνιαίο μισθό τους, ενώ στη Βέρνη της Ελβετίας ο αριθμός αυτός φτάνει τους 1.378 και στο Λουξεμβούργο τους 1.347. Αντίθετα, στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αν και οι τιμές είναι χαμηλότερες, τα χαμηλά εισοδήματα καθιστούν τον καφέ πιο «ακριβό» σε σχέση με τη δυνατότητα αγοράς.
Στην Ελλάδα, ο καφές αποδεικνύεται ολοένα και πιο δυσπρόσιτος σε σχέση με τα εισοδήματα. Ένα φλιτζάνι αντιπροσωπεύει για τον μέσο Έλληνα καταναλωτή μεγαλύτερο ποσοστό του μηνιαίου του εισοδήματος απ’ ό,τι στις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Έτσι, ο καφές – άλλοτε σύμβολο ανεμελιάς και συντροφικότητας – μετατρέπεται σταδιακά σε μια μικρή, αλλά ακριβή πολυτέλεια της καθημερινότητας.