Του Χρήστου Γιούτσου
Εκείνα τα καλοκαίρια, όταν ήμουν μικρό παιδί, τα βλέπω πολύ συχνά στα όνειρά μου.
Τότε είχα μια περίεργη συνήθεια, ήθελα να παίζω τον δημοσιογράφο, τον εκδότη και τον σκηνοθέτη.
Πήγαινα λοιπόν στο μπακάλικο του χωριού και έπαιρνα, κόλλες αναφοράς. Τις έκοβα στα δύο, με το μεγάλο μαχαίρι που χρησιμοποιούσαμε στο σπίτι για να κόβουμε το ψωμί, και επάνω έγραφα διάφορα σενάρια επηρεασμένα από τον μικρόκοσμο του χωριού. Και έτσι είχα την εντύπωση πως κάτι φτιάχνω και εγώ.
Τα ζεστά βράδια του καλοκαιριού σ΄ ένα παράθυρο, γκρεμισμένου από τον εμφύλιο σπιτιού, έστηνα ένα σεντόνι άσπρο – κι αυτά που έγραφα – με κάποια χαρτόνια, που είχα κατασκευάσει ως φυγούρες, έδινα την δική μου παράσταση.
Θεατές, η γειτονιά με τα ξύλινα σκαμνάκια, που φέρνανε από τα σπίτια τους, και τις πυγολαμπίδες να φωτίζουν το γύρο σκοτάδι (βλέπετε το ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχε έλθει ακόμη).
Τα χρόνια πέρασαν, το μπακάλικο που αγόραζα τα υλικά δεν υπάρχει σήμερα, το μισογκρεμισμένο σπίτι με το παράθυρο, που χρησιμοποιούσα σαν σκηνή, δεν υπάρχει κι αυτό, και το χωριό μου μέσα απ΄την Ευρωπαϊκή μας πορεία όλο και μικραίνει. Όσο για εκείνες τις παιδικές δραστηριότητες, έχουνε ταξιδέψει κι αυτές στον κοσμο του ονείρου και μονάχα στον ύπνο μου έρχονται πότε – πότε σαν βιαστικοί και περίεργοι επισκέπτες μιας ηλικίας που ξοδεύονταν στις φτωχογειτονιές με τις πάνινες μπάλες και τις σφεντόνες κάποιων παιδιών στις κωλότσεπες τα βράδια. Τα βράδια που ο φαντασιόπληκτος Γιώργος, να μας διηγείται ψεύτικες ιστορίες, για περιπέτειες στην Αυστραλία.
Πότε πότε ο Θανάσης έβγαζε την φυσαρμόνικα απ΄ την τσέπεη του και μας σιγόπαιζε την “παλόμα” με την παράφωνη εκτέλεση αλλά ήταν τόσο γλυκιά εκείνη η παράφωνη μουσική μέσα στο σκοτάδι, με τις πυγολαμπίδες, να ανεμοσβήνουν, που μας μάγευε.
Από εκείνα τα παιδιά της ηλικίας μου πολλά φύγανε λίγο αργότερα στην ξενητειά και δεν τα ξαναείδα ποτέ. Ορισμένα απ΄ αυτά ήλθανε για διακοπές λίγων ημερών στο χωριό, δεν συνάντησαν όμως ξανά εκείνα τα καλοκαίρια των παιδικών τους χρόνων γιατί όλα πλέον είχαν αλλάξει.
Οι άνθρωποι του χωριού ήταν απορροφημένοι στην τηλεόραση του καφενείου βλέποντας ποδόσφαιρο και πίνοντας φραπέ.
Τίποτε πλέον δεν θύμιζε εκείνες τις δημιουργικές ερωτικές νύχτες του παρελθόντος.
Τις νύχτες του καλοκαιριού που χάθηκαν για πάντα.
ΠΑΛΟΜΑ (ΜΑΡΙΩ)
Μακριά, σαν φύγω μάνα στην ξενητιά
Γιά μένανε παρακάλα την Παναγιά
Κερί να της τάξεις, να ‘ρθω με το καλό
Και σένα και τη Μαριώ μου να ξαναδώ
Μ’ αν ίσως και πεθάνω εγώ στα ξένα
Περιστεράκι θα σου το πεί σε σένα
Ανοιχ’ το παραθύρι γιατί καλή μου
Ισως το περιστέρι να ‘ν’ η ψυχή μου
Μη κλαίς, γλυκιά Μαριώ
Γρήγορα θα ξαν’ άρθω
Να πέσω στη θερμή σου αγκάλη
Μη κλαίς, γλυκιά Μαριώ
Φύσα τρελέ Νοτιά
Και φέρε τα πανιά
Γρήγορα γιά να πάμε
Πέρα στην ξενιτειά
Παλόμα LA PALOMA Τραγούδι του 1930 το ακούμε σε δεύτερη εκτέλεση απο την Ελένη Ντε, Ροζε&Πάνο Βισβάρδη ,το πραγματικό της όνομα ηταν Ελένη Κοκόρη,συνθέτης S Vradier ,στιχουργός Ατρείδης Φοίβος.Ν ΣΔΡΕΓΑΣ