Η Καστοριά και μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών με την συνθήκη της Λωζάνης, ήταν μια από τις πιο “πολυπολιτισμικές” πόλεις της χώρας, όπου συνυπήρχαν αρμονικά χριστιανοί, μουσουλμάνοι και εβραίοι, με την αντίστοιχη περίπου αναλογία στην πληθυσμιακή σύνθεση της πόλης.
Αργότερα τα διάφορα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν, άλλαξαν την εικόνα του πληθυσμού της Καστοριάς, ειδικά στην περίοδο της γερμανικής κατοχής, με τον αφανισμό του εβραϊκού στοιχείου από την πόλη!
Παρ΄ όλα αυτά, ακόμα και οι Ιταλοί κατακτητές το 1941 αναγνώρισαν την φυσική ομορφιά της Καστοριάς και αποφάσισαν να την αξιοποιήσουν τουριστικά στα πρότυπα της Βενετίας….
Στα άμεσα σχέδιά τους ήταν η κατασκευή μιας… ρωμαϊκής αψίδας, εκεί που υπήρχε η μεγάλη “πόρτα” του κάστρου, στο ύψος της πρώην Αγροτικής Τράπεζας επί της πλατείας Δαβάκη.
Επίσης στην δεξιά πλευρά της ανηφόρας προς το “Τσαρσί” και μετά το “Παλλάδιο” , είχαν σκοπό να εγκαταστήσουν σκεπαστές εξέδρες, για να απολαμβάνουν και τον χειμώνα οι επισκέπτες την θέα προς την λίμνη.
Αλλά το πιο σημαντικό ήταν να κατασκευάσουν ένα κανάλι από το Χασάν Κατή της νότιας παραλίας, μέχρι την γέφυρα της βόρειας παραλίας, μέσα στο οποίο θα κυκλοφορούσαν… γόνδολες, όπως στην Βενετία!
Στην περίοδο του μεσοπολέμου η Καστοριά χωρίζονταν στις εξής συνοικίες, οι περισσότερες από τις οποίες διατηρούν ακόμα και σήμερα τις ονομασίες τους, με ελαφρά έστω παραλλαγή, από το πέρασμα του χρόνου:
Απόζαρι: Το επωνομαζόμενο και “Κολωνάκι” της Καστοριάς, γιατί εκεί υπήρχαν οι κατοικίες των εύπορων καστοριανών, κυρίως γουνεμπόρων, που μετά από πολύχρονη δραστηριότητα στο εξωτερικό, επέστρεφαν στην γενέτειρα, για να επενδύσουν τα πλούτη τους στην πατρίδα.
Ακριβώς το αντίθετο δηλ. με ό,τι κάνουν σήμερα οι Έλληνες “ολιγάρχες” του χρήματος.
Στο Απόζαρι διασώζεται ακόμη και σήμερα ένας από τους πιο καλαίσθητους βυζαντινούς ναούς της πόλης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του καθηγητή Νικολάου Μουτσόπουλου.
Είναι η εκκλησία του Αη Γιάννη του Πρόδρομου, όπου υπάρχουν τα περίφημα “πορνογραφήματα”. Δηλαδή οι τοιχογραφίες που απεικονίζουν την τιμωρία των πορνών, στα χρόνια του Βυζαντίου.
Ντουλτσός: Αντίθετα με το Απόζαρι, στο Ντουλτσό έμενε αυτή την περίοδο η φτωχολογιά, που την αποτελούσαν ψαράδες και μικρέμποροι της πόλης.
Εκεί οι τούρκοι κρέμασαν τον Ντούλτσε, που ήταν παλλικάρι και ένθερμος πατριώτης και από τότε η συνοικία πήρε το όνομά του και ονομάστηκε Ντουλτσός.
Στο Ντουλτσό υπάρχει η εκκλησία του Αγίου Ανδρέα με την περίφημη μουριά στο προαύλιο, δίπλα από το σπίτι του καθηγητή Πηχεών, όπου δίδαξε ο Κοσμάς ο Αιτωλός γύρω στο 1780 όταν επισκέφθηκε την Καστοριά.
Στην πλατεία του Ντολτσού λειτουργούσε προπολεμικά λαϊκή αγορά, όπου οι χωρικοί πωλούσαν τα προϊόντα τους σε ξύλινες παράγκες.
Τσαρσί: Ήταν η σημερινή οδός Μητροπόλεως, που καταλήγει στο ιστορικό κέντρο της πόλης, την πλατεία Ομονοίας. Εκεί είχαν τα μαγαζιά τους οι περισσότεροι εβραίοι και την ονόμαζαν Άνω Αγορά.
Λουτρός: Η συνοικία αυτή υπήρχε γύρω από τα τουρκικά λουτρά, στην κάθοδο της οδού Παπαρέσκα και στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η οικία των Αφών Τσούκα. Υπολείμματα των λουτρών διασώζονται ακόμα και σήμερα αλλά το μεγαλύτερο μέρος τους κατεδαφίστηκε για να κτισθούν σπίτια.
Τα τουρκικά λουτρά αποτελούνταν από ένα μεγάλο θάλαμο με θόλους και από κάτω υπήρχαν στοές επενδυμένες με γαλάζιες πλάκες, απ΄ όπου περνούσε ο ατμός από το θερμαινόμενο νερό που έβγαζαν από ένα πηγάδι.
Αϊδήτρας: Είναι η περιοχή που απλώνεται κάτω από την Μητρόπολη μέχρι τον “Σταυρό” και φτάνει ως τις παρυφές του Ντολτσού.
Εκεί υπάρχει η εκκλησία της Παναγίας της Αϊδήτρας που σύφμωνα με την παράδοση, κάποτε μετά την θεία λειτουργία, τα παιδάκια που έπαιζαν στην αυλή, μπήκαν μέσα για να κοινωνήσουν και να πάρουν αντίδωρο. Ανάμεσά τους ήταν και μια μικρή εβραιοπούλα, την οποία ο πατέρας της τιμώρησε αυστηρά, όταν έμαθε το τρομερό “σφάλμα” που είχε διαπράξει!
Και από τότε πήρε το όνομα “Εβραϊδα”. Εκεί υπήρχε και η συναγωγή, δηλ. η εκκλησία των Εβραίων, στο σημείο που αργότερα λειτούργησε το ιδιωτικό γυμνάσιο του κ. Σημαιοφορίδη.
Η συναγωγή ήταν ένα θολωτό κτήριο με δύο πόρτες, μια από μπροστά και μια από πίσω, ενώ στο εσωτερικό της λειτουργούσε και σχολείο.
Το Βαρόσι: Η ετυμολογία της τουρκικής λέξης “Βαρόσι” σημαίνει “προσήλιο” δηλ. το σημείο όπου πέφτουν οι πρώτες αχτίδες, μετά την ανατολή του ηλίου. Και τέτοιο σημείο στην Καστοριά ήταν οι παρυφές του υψώματος της Καλλιθέας, που τότε ήταν μια δασώδης περιοχή. Εκεί έμεναν οι λαϊκοί οργανοπαίχτες με τις οικογένειές τους, γι΄ αυτό κάποιοι το ονόμαζαν υποτιμητικά “γυφτομαχαλά”!
Ο συνοικισμός της Καλλιθέας κτίστηκε μετά το 1935 όταν εγκαταστάθηκαν εκεί πρόσφυγες από την Μικρά Ασία και κυρίως από την περιοχή της Απολλωνιάδας
Ταμπαχανέ: Ήταν η συνοικία που απλώνονταν κατά μήκος της νοτίου παραλίας, στην σημερινή οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου και πήρε το όνομά της από τα πολλά βυρσοδεψία (ταμπαχανέδες) που υπήρχαν τότε στην περιοχή.
Στην κάτω Αγορά, όπου βρίσκεται σήμερα το κεντρικό “φανάρι” της πόλης, υπήρχε ο μεγάλος κήπος του Ασνάη με πολλά οπωροφόρα δέντρα, όπου έχτιζαν τις φωλιές τους τα αηδόνια, τα οποία με το κελάηδισμά τους προσέφεραν μια μελωδική πανδαισία στον κόσμο και είχαν γίνει το αξιοθέατο της πόλης.
Εκεί έρχονταν τα καλοκαίρια ο γνωστός καραγκιοζοπαίχτης Ευγένιος Σπαθάρης και έπαιζε καραγκιόζη σε μια πρόχειρη παράγκα που έστηνε επί τόπου.
Η λαϊκή αγορά της εποχής, το λεγόμενο παζάρι, γίνονταν στην σημερινή πλατεία Βαν Φλητ, όπου γύρω – γύρω υπήρχαν μικρά μαγαζιά, που στεγάζονταν σε ξύλινες παράγκες.
Στην δυτική πλευρά της σημερινής πλατείας Δαβάκη υπήρχε το λεγόμενο “νεροζύγι” δηλ. μια υπερυψωμένη δεξαμενή που διοχέτευε το νερό που προέρχονταν από το “Μπουσμπουνάρ” σ΄ όλες τις συνοικίες της πόλης.
Όλα αυτά τα στοιχεία υπήρχαν στους περίφημους “Κώδικες της Μητροπόλεως” και κάθε χρόνο στη γιορτή του πολιούχου, ο δεσπότης διάβαζε από τον άμβωνα τους μεγάλους δωρητές και τα μεγάλα γεγονότα της χρονιάς που διανύονταν.
Αυτοί οι “κώδικες” ήταν τοποθετημένοι σ΄ ένα μικρό οίκημα δίπλα στην Μητρόπολη αλλά κανείς δεν γνωρίζει σήμερα κάτι για την τύχη τους!
ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ “ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ”
Στα μέσα της δεκαετίας του 1880 οι τούρκοι είχαν απαγορεύσει με “φιρμάνι” στους χριστιανούς, να χτίζουν στην περιοχή από την Μητρόπολη μέχρι τον “Σταυρό” και προς τα εδώ, για λόγους που δεν είχαν ανακοινωθεί επίσημα!
Τότε ήρθε στην Καστοριά από την Γαλλία ένας πλούσιος μεγαλέμπορος γουναρικών, ο οποίος ζήτησε από τις τουρκικές αρχές, να του δοθεί άδεια για να χτίσει ένα μεγαλόπρεπο αρχοντικό εντός της “απαγορευμένης ζώνης”, διότι εκεί υπήρχε ένα οικόπεδο που διεκδικούσε ο ίδιος.
Οι αρχικές αντιρρήσεις των τούρκων εκάμφθησαν, προφανώς μετά από ένα γενναιόδωρο “μπαξίσι” και το αρχοντικό του πλούσιου καστοριανού άρχισε να ορθώνεται επιβλητικό στο συγκεκριμένο σημείο της πόλης.
Όταν όμως ο τούρκος μπέης είδε το εντυπωσιακό κτήριο ολοκληρωμένο, έβαλε στον ιδιοκτήτη του το ανατριχιαστικό δίλλημμα: “Το σπίτι ή το κεφάλι σου”!
Όπως ήταν φυσικό ο άνθρωπος προτίμησε την ζωή του από το κτήριο και αφού πήρε μαζί του την οικογένεια έφυγε οριστικά και εγκαταστάθηκε στην Μολδοβλαχία!
Το σπίτι παρέμεινε όμως ημιτελές, και είναι το μοναδικό αρχοντικό που δεν έχει εσωτερική διαρρύθμιση. Δεν έχει κανένα διάκοσμο εσωτερικά και όπως χαρακτηριστικά λέει ο κ. Νίκος Πιστικός που το επισκέφθηκε αρκετές φορές: “Ήταν εντελώς γυμνό”!
Δεν υπήρχαν ούτε “μεσάντρες” ούτε “πουλίτσες”. Δηλαδή γύψινες διακοσμήσεις και ξυλόγλυπτα σχέδια στην οροφή. Γιατί δεν πρόλαβε ο πρώτος ιδιοκτήτης του να το ολοκληρώσει και να γίνει κατοικήσιμο.
Αργότερα στο σπίτι αυτό εγκαταστάθηκε η τουρκική οικογένεια Φαϊκογλου, η οποια παρέμεινε εκεί μέχρι το 1925 περίπου, οπότε και το εγκατέλειψε με την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Το αρχοντικό περιήλθε στην ιδιοκτησία της οικογένειας Παπατέρπου (εξ ου και το σημερινό του όνομα) μετά το 1930 από την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, παρόλο που η οικογένεια δεν ήταν προσφυγική και ούτε είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια.
Εκείνη την περίοδο ένας από τους αδελφούς Παπατέρπου εργάζονταν ως ταμίας στην Εθνική Τράπεζα, η οποία διαχειρίζονταν τα “ανταλλάξιμα” μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών που έγινε με την συνθήκη της Λωζάνης.
Σήμερα το αρχοντικό κατά το μεγαλύτερο μέρος του, έχει περιέλθει στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, με παραχώρηση εκ μέρους του ενός από τους αδερφούς Παπατέρπου.