Με τις εικόνες του απόκοσμα άδειου κέντρου της Αθήνας να δημιουργούν την αίσθηση πως η πόλη άδειασε ολοκληρωτικά, μοιάζει να ξεχνάμε αυτούς που μένουν πίσω. Κι όμως, παρά την ησυχία των κεντρικών λεωφόρων και τα κατεβασμένα ρολά σε πολλά μαγαζιά, όχι μονάχα ένας στους δυο δεν μπορεί να δραπετεύσει, αλλά και εργαζόμενοι, ηλικιωμένοι, ευάλωτοι συμπολίτες μας παραμένουν εντός των τειχών. Πως επιζεί κανείς σε μια μισοάδεια πόλη; Τι είναι το φαινόμενο της «πίεσης για απόλαυση» και πως μας επηρεάζει; Και πως ξεπερνά κανείς την μελαγχολία ανάμεσα στα τσιμέντα, όταν κάποιοι χωρίς καμία ενσυναίσθηση πουλάνε καλοκαιρινή «ζωάρα» στα social media;
Όχι πολλά χρόνια πριν, αλλά αρκετά ώστε οι νεότεροι να μην το ξέρουν καν, καλοκαίρι σήμαινε απαραιτήτως διακοπές. Σε βουνό ή σε θάλασσα, στο σπίτι των παππούδων ή σε νοικιασμένο, σε ξενοδοχείο ή σε «ρουμ – του- λετ», σε σκηνή ή ακόμα και χύμα κάτω από τα αρμυρίκια. Οι διακοπές ήταν ένα κερδισμένο και αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα, τόσο που ακόμα και η κεντρική πολιτική σκηνή «πάγωνε» όσο διαρκούσαν τα περίφημα «μπάνια του λαού». Με όλες τις έρευνες να δείχνουν πως ένας στους δύο δεν θα πάει διακοπές φέτος, η «μοναξιά του θέρους» μας κυκλώνει – κι αυτό δεν έχει τίποτα το ρομαντικό πια.
«Παλιότερα ήταν επιλογή το να μείνεις στην Αθήνα τον Αύγουστο. Είχε κάτι ποιητικό η άδεια πόλη, με όλους τους δρόμους δικούς σου και την ησυχία να απλώνεται. Τώρα δεν υπάρχει ίχνος ρομαντισμού στην Αθήνα τον Αύγουστο», μας λέει ο 43χρονος Κώστας. «Είναι εντελώς διαφορετικό το να θέλεις να παραμείνεις για να αποφύγεις τα στίφη των τουριστών στα νησιά ή το συγγενολόι στο χωριό κι άλλο το να είσαι εγκλωβισμένος γιατί δεν υπάρχουν χρήματα».
Κάποιοι έκλεψαν τα καλοκαίρια μας κι αυτό πια δεν είναι είδηση. Είδηση, ωστόσο, είναι το εντεινόμενο αίσθημα μοναξιάς και μελαγχολίας της θερινής περιόδου, που στη συλλογική μας μνήμη έχει καταγραφεί ως περίοδος ανεμελιάς και ξεγνοιασιάς. Όπως και πως επιστήμονες πια συνδέουν τα καλοκαίρια με ένα αίσθημα εξουθένωσης, που πυροδοτείται ακόμα περισσότερο από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, εκεί όπου κάποιοι μοστράρουν κοκτέιλ σε τυρκουάζ παραλίες ενώ εσύ λιώνεις μέσα στο διαμέρισμά σου ή, ακόμα χειρότερα τις τελευταίες μέρες στην Πάτρα, οι φλόγες φτάνουν σπίτι σου.
Ψυχικά και συναισθηματικά εξαντλητικό το καλοκαίρι
«Το καλοκαίρι μπορεί να είναι ψυχικά και συναισθηματικά εξαντλητικό. Η πίεση να το αξιοποιήσουμε στο έπακρο, να είμαστε κοινωνικοί, αυθόρμητοι, παραγωγικοί και ευτυχισμένοι, μπορεί να μας φθείρε αθόρυβα», σημειώνει η κλινική ψυχολόγος Razia Gill. Genzener η ίδια μπορεί να εξηγήσει καλύτερα από τον καθένα πως τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης μπορούν να επιβαρύνουν το αίσθημα μοναξιάς της γενιάς της ειδικά τους θερινούς μήνες. «Το Ιnstagram, το TikTok και άλλες πλατφόρμες ενισχύουν το πρότυπο “Hot-girl summer”. To σκρολάρισμα σε ιστορίες διακοπών, σε εικόνες από παραλίες και μπορεί να ενεργοποιήσει το FOMO (Fear of Missing Out) και την κοινωνική σύγκριση, τα οποία φαίνεται να επηρεάζουν αρνητικά την ευημερία», σημειώνει. «Το καλοκαιρινό περιεχόμενο, ειδικότερα, τείνει να δίνει έμφαση σε τρόπους ζωής που μπορεί να φαίνονται απρόσιτοι ή εξαντλητικοί για να συμβαδίσουν με το δικό μας».
Ο Θανάσης έχει να φύγει από την Αθήνα τουλάχιστον 5 καλοκαίρια. Είναι η ανάγκη που τον κρατάει στην πόλη, αλλά όχι μόνο. «Στα μέρη που ταξίδευα νεότερος νοιώθω όλο και πιο πολύ ξένος. Όντως κάποιος έκλεψε το καλοκαίρι μας και δεν είναι μόνο η φτώχεια. Είναι ο υπερτουρισμός, είναι οι άνθρωποι που άλλαξαν πάρα πολύ κι έγιναν αρπακτικά, είναι η πίεση να κάνεις ό,τι κάνουν όλοι για να είσαι μέσα στα πράγματα. Τούτων δοθέντων κι αφού δεν θέλω να πουλήσω ένα νεφρό, μένω στην Αθήνα τα καλοκαίρια πια, με τα βιβλία μου και τις γάτες μου. Όσο για την μοναξιά, πια δεν με φοβίζει, έμαθα να κάνω καλή παρέα με την πάρτη μου. Άλλωστε, η Αθήνα πια δεν είναι η πόλη φάντασμα, που ήταν πριν μερικά χρόνια».
Ωστόσο, δεν είναι όλοι συμφιλιωμένοι σαν τον Θανάση με την μοναξιά – για πολλούς είναι αβάσταχτη και οδυνηρή κι αυτό το αίσθημα επιτείνεται σε εποχές που «πρέπει να είμαστε χαρούμενοι». Ανατρέχοντας σε σειρά ερευνών που μελετούν την ψυχική υγεία τους θερινούς μήνες, ο κύριος ερευνητής της Ομάδας Κοινωνικής Ψυχιατρικής (SPRING) στο Ερευνητικό Κέντρο του Νοσοκομείου Douglas και Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου McGill, Rob Whitley εξηγεί γιατί το καλοκαίρι δεν είναι ευοίωνο πάντα και για όλους. Μια σειρά από κοινωνικούς και ενίοτε βιολογικούς παράγοντες, όπως και οι ακραίες θερμοκρασίες που αναστατώνουν τον οργανισμό μπορούν να το μετατρέψουν σε μια σκληρή εποχή για μερικούς ανθρώπους. «Ένας αυξανόμενος όγκος ερευνών δείχνει ότι η μετάβαση στο καλοκαίρι μπορεί να είναι πιο δύσκολη για τους ανθρώπους που είναι επιρρεπείς στην κοινωνική απομόνωση και ότι αυτό μπορεί να είναι ένας βασικός παράγοντας πίσω από τα αυξημένα ποσοστά δυσμενούς ψυχικής υγείας κατά τους θερμότερους μήνες», σημειώνει ο καθηγητής.
Οι παραγνωρισμένοι στις κοινωνίες μας
Όχι μονάχα τα καλοκαίρια, αλλά και κάθε εποχή, οι ηλικιωμένοι είναι οι πιο παραγνωρισμένοι στις κοινωνίες μας, που τείνουν να αποθεώνουν τα νιάτα και την ξεγνοιασιά τους. Πως περνούν τα καλοκαίρια στις πόλεις οι παππούδες κι οι γιαγιάδες όταν δεν έχουν παιδιά ή τα παιδιά τους δεν μπορούν να τους πάρουν παρέα τους στις διακοπές; Η κυρία Βέτα στα 78 της βρίσκεται για άλλον έναν Αύγουστο εντός των τειχών. «Τα καλοκαίρια φοβάμαι περισσότερο. Λείπουν οι γείτονες που μιλάμε καθημερινά και τα ανίψια μου πηγαίνουν στο χωριό. Όλα γίνονται πιο δύσκολα – πρέπει να φροντίσω να έχω χρήματα στο σπίτι αφού δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω το ΑΤΜ. Μετά φοβάμαι επειδή ακριβώς κρατάω χρήματα στο σπίτι. Ο μπακάλης μου κλείνει, ο φούρναρης κλείνει, πρέπει να μου παραγγέλνουν τα παιδιά τηλεφωνικά από το σούπερ μάρκετ. Αλλά το χειρότερο είναι πως δεν έχω κανέναν να μιλήσω – πόσο να μου μιλάνε πια και τα ανίψια μου στο τηλέφωνο; Απολαμβάνουν τις διακοπές τους – εμένα θα σκεφτούν; Κακό πράγμα τα γεράματα, αλλά τον Αύγουστο σαν να γίνονται ακόμα πιο βαριά. Πάω βεβαίως στην εκκλησία, αλλά και εκεί οι περισσότερες φιλενάδες μου λείπουν. Τι τα θες; Καλοκαίρι είναι, θα περάσει…»
Η Αλεξάνδρα είναι μονογονέας – μεγαλώνει μόνη τον 8χρονο Φίλιππο. Για εκείνη το σημαντικό είναι «να διώξει το παιδί πάση θυσία». Έτσι, κάθε καλοκαίρι επιστρατεύει φαντασία και διπλωματία ώστε τουλάχιστον ο γιος της να μην μείνει πίσω από την καλοκαιρινή ανεμελιά. «Για τον εαυτό μου πια δεν με πειράζει, αλλά θέλω ο γιος μου να έχει καλοκαίρια να θυμάται μεγαλώνοντας. Έτσι, επιστρατεύω τον παππού και τη γιαγιά για να τον παίρνουν στο χωριό, βγάζω όλη την διπλωματία που διαθέτω στον πρώην μου ώστε να τον πάρει μερικές μέρες, ψάχνω όλες τις καλοκαιρινές κατασκηνώσεις. Εγώ αντέχω χωρίς διακοπές – άλλωστε διακοπές είναι και το να μην έχω το παιδί να φροντίζω 24/7. Αυτές τις μέρες έχουμε μείνει στο στενό που μένω η γιαγιά απέναντι και μερικά αδεσποτάκια, ωστόσο η γειτονιά δεν έχει αδειάσει εντελώς όπως πριν κάποια χρόνια. Δυστυχώς, φαίνεται πως πια δεν είμαστε μειοψηφία εμείς που μένουμε πίσω».
Με την Αθήνα να κατακλύζεται από ξένους επισκέπτες, οι εργαζόμενοι στον τουρισμό και την εστίαση φυσικά και δεν φεύγουν από την πόλη το καλοκαίρι. Εξουθενωμένοι ήδη οι περισσότεροι, μετρούν ανάποδα τις μέρες μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου. Όχι όμως και η 19χρονη Κατερίνα. «Δουλεύω για δεύτερη χρονιά στο σέρβις και είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένη. Δεν με πειράζει καθόλου που μένω στην Αθήνα, γνωρίζω πάρα πολύ κόσμο, τα χρήματα είναι καλά και παίρνω και τιπ. Άλλωστε, εγώ θα φύγω όταν όλοι εσείς επιστρέφετε».
Μάλλον οι ήσυχες μέρες του Αυγούστου έχουν ξεμείνει πια μονάχα στο σινεμά, αφού η ζωή τρέχει με φρενήρεις ρυθμούς. Ωστόσο, αυτός ο «μήνας και θεός» κρατάει κάτι από τη μαγεία του ακόμα και σε μια τσιμεντένια μητρόπολη. Όπως ακριβώς τα λέει η Αλεξάνδρα: «βάζω τα βράδια ένα κρασί και φαντάζομαι μια θάλασσα γύρω από το μπαλκόνι. Σημασία έχει να μπορείς να χαμογελάς και έστω να ονειρεύεσαι γιατί αν το χάσεις κι αυτό δεν θα μπορέσεις ποτέ να φτιάξεις ένα σχέδιο για να δραπετεύσεις».




