“Τρία, δύο, ένα… Κλακέτα έτοιμη, πάμε…”! Η φωνή του βοηθού σκηνοθέτη, αντήχησε πολλές φορές τον Σεπτέμβριο του 2008 στα υψώματα της οροσειράς του Βιτσίου, όπου άρχισαν τα γυρίσματα της ταινίας του Π. Βούλγαρη “Ψυχή βαθιά”, με θέμα τον εμφύλιο και φυσικά πλατώ τα μέρη όπου διαδραματίστηκε ο πιο αιματηρός πόλεμος της νεώτερης ιστορίας.
Επειδή η ταινία καταπιάνεται με μια ευαίσθητη περίοδο της ιστορίας, που δέχθηκε πολλές αμφιλεγόμενες ερμηνείες και από τις δύο πλευρές, ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης από την αρχή ξεκαθαρίζει τις προθέσεις του:
“Προσπάθεια είναι να ενώσει και όχι να χωρίσει τους θεατές. Ήρωες υπήρξαν και από τις δύο πλευρές. Στόχος μας είναι μέσα από την ταινία που θα παρακολουθήσει ο θεατής, να συγκινηθεί, να προβληματισθεί και αναλογιστεί τι συνέβη εκείνα τα χρόνια. Μετά το τέλος της προβολής αν θέλει, να κουβεντιάσει τί είδε, τί κατάλαβε και τί πέρασε στη συνείδησή του.
Αυτό για μένα είναι αρκετό”.
Στην ταινία ο θεατής θα παρακολουθήσει σκηνές οδύνης και σκληράδας αλλά και στιγμές βαθειάς ανθρωπιάς.
Η κινηματογράφηση γίνεται δυνατή και γρήγορη που να θυμίζει έντονα ντοκιμαντέρ.
Η τελευταία συνέντευξη του Θανάση Βέγγου στην Καστοριανή Εστία
“ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ ΚΑΛΕ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΕ…”!
Ποιός να το πίστευε άραγε; Ο άνθρωπος που έκανε κάποτε όλη την Ελλάδα να γελάει μέχρι δακρύων… θα κάνει την Ελλάδα να δακρύσει από πόνο, με μία μόνο σκηνή!
Ο Θανάσης Βέγγος, ο αεικίνητος κατεργάρης, ο καλόκαρδος γκαφατζής της δεκαετίας του ΄60, με το πηγαίο ταλέντο και το αστείρευτο χιούμορ, επαναλάμβανε πάλι και πάλι, με ιώβεια υπομονή, ίσως την πιο δραματική σκηνή της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη “Ψυχή Βαθιά”, που αυτό τον καιρό “γυρίζεται” στα βουνά της Καστοριάς.
“Με τον Παντελή Βούλγαρη μας ενώνουν πολλά, έχουμε κάνει μαζί πάνω από εφτά ταινίες. Ήταν αδύνατο επομένως να απουσιάσω από αυτό το προσκλητήριο…” μας εξομολογείται ο Θ. Βέγγος, σαν να ήθελε να αιτιολογήσει αυτή την μεταστροφή στη δύση μιας μεγάλης διαδρομής.
Τον συναντήσαμε σ΄ ένα διάσελο του Βιτσίου, ντυμένο χωρικό, μπροστά από ένα κάρο, να περιμένει υπομονετικά την “κλακέτα” του βοηθού σκηνοθέτη, για να ξεκινήσει το γύρισμα.
Στην αρχή δεν ήθελε να μιλήσει για τον ρόλο του στην ταινία και με μια αφοπλιστική ευγένεια, μας προέτρεψε να απευθυνθούμε στον σκηνοθέτη.
Όταν όμως η συζήτηση (εντέχνως) στράφηκε προς την Καστοριά, ο Θανάσης δεν μπόρεσε να αντισταθεί:
“Στην Καστοριά έχω έρθει πολλές φορές στο μακρινό παρελθόν. Αλλά τώρα έγινε εντελώς αγνώριστη…”!
Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να εκμαιεύσουμε και το “πρόσημο” αυτής της διαπίστωσης, διότι ο Θανάσης επανάφερε – πιθανόν άθελα- την συζήτηση στην ταινία:
“Εγώ εδώ υποδύομαι έναν γέροντα χωρικό στα χρόνια του εμφυλίου, που πηγαίνει σ΄ έναν αξιωματικό του στρατού, για να ζητήσει το πτώμα του αντάρτη εγγονού του…”!
Στη συνέχεια φορτώνουν το νεκρό στο κάρο του παππού, ο οποίος υποβάλλεται και στο μαρτύριο της αναγνώρισής του!
Η ίδια σκηνή επαναλήφθηκε πολλές φορές φορές, μέχρι να ικανοποιήσει τον σκηνοθέτη, γιατί οι καιρικές συνθήκες και η κλονισμένη υγεία του Θανάση, δεν άφηναν πολλά περιθώρια για την επομένη…
Φεύγοντας, ο Θανάσης κατασυγκινημένος, ευχαρίστησε τον κ. Αντώνη Δήμου για το μπαστούνι που του χάρισε, μ΄εκείνο το ανεπανάληπτο: “Σ΄ ευχαριστώ καλέ μου άνθρωπε…”!
Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί αυθεντικά πρόσωπα σε μικρούς και μεγάλους ρόλους και αξιοποιεί την υπέροχη φύση των βουνών της Δυτικής Μακεδονίας, την άνοιξη, τον χειμώνα και το φθινόπωρο.
Τελικός στόχος όπως δηλώνει ο ίδιοςείναι: “ένα κερί αναμμένο στη μνήμη των ανθρώπων, που χάθηκαν άδικα μέσα στον παραλογισμό του εμφυλίου πολέμου”.
Ανάμεσα στους συντελεστές της ταινίας ξεχωρίζουν με μικρούς αλλά ουσιαστικούς ρόλους οι Βικτώρια Χαραλαμπίδου (γνωστή από την ταινία ΝΥΦΕΣ) και ο Θανάσης Βέγγος σε έναν έντονα δραματοποιημένο ρόλο.
Για όλους αυτούς ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης μιλάει με πολύ αγάπη και σεβασμό:
“θεωρώ πολύ σημαντικό το γεγονός ότι μετά από μεγάλη προετοιμασία και σκληρή δουλειά, βρισκόμαστε στις αρχές των γυρισμάτων. Δικαιολογημένα λοιπόν, μας διακατέχει όλους μία ανησυχία και μία ένταση. Έχω φέρει μαζί μου μια ομάδα νέων κινηματογραφιστών, γιατί πάντα πίστευα ότι η νέα γενιά είναι πιο ενημερωμένη από εμάς τους παλιότερους. Αυτό που δεν περίμενα να δω και με εξέπληξε ευχάριστα είναι το πόσο σοβαροί είναι αυτοί οι νέοι άνθρωποι στη δουλειά τους. Γι΄ αυτό πιστεύω ότι ο ελληνικός κινηματογράφος έχει μέλλον, μ΄ αυτά τα παιδιά”.
ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ…
Η ιστορία διαδραματίζεται τη διετία 1947-49. Στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος. Δύο αδέλφια, ο Ανέστης δέκα έξι χρονών και ο Βλάσσης, δέκα τεσσάρων, προσπαθούν να επιβιώσουν στο καμίνι των μαχών. Τσοπανόπουλα και τα δύο, έχουν επιστρατευθεί χωρίς τη θέλησή τους, ο Ανέστης από τον Εθνικό στρατό, ο Βλάσσης από τον Δημοκρατικό στρατό. Μεγαλωμένα στα χωριά και τα βουνά της περιοχής, χρησιμοποιούνται ως οδηγοί, σε δύσκολα και άγνωστα μονοπάτια.
Ο πατέρας τους νεκρός πριν λίγο καιρό από τυχαία έκρηξη νάρκης, η μητέρα τους εγκλωβισμένη με άλλους χωριανούς σε στρατόπεδο προσφύγων, μακριά από το θέατρο του πολέμου. Τα δύο αδέλφια ζουν αυτόν τον άδικο πόλεμο χωρίς να έχουν επιλέξει με τη θέλησή τους αυτόν τον χωρισμό. Ο Ανέστης γνωρίζοντας τις κρυφές πηγές των ποταμών τροφοδοτεί τον λόχο του με νερό. Κύρια υποχρέωσή του, καθημερινά, χρησιμοποιώντας δύο μουλάρια, να ακολουθεί άγνωστα και επικίνδυνα μονοπάτια και να επιστρέφει με γεμάτα μπιτόνια νερό. Παράλληλα ζει τις σκληρές επιθέσεις των ανταρτών, συχνά σώμα με σώμα, της αντάρτικης ομάδας που κατέχει το κοντινό ύψωμα. Συνδέεται φιλικά με έναν νεαρό Ανθυπολοχαγό που σχεδόν πατρικά τον προστατεύει.
Ο Βλάσσης, βρίσκεται στο ασκέρι του καπετάν Βουνήσιου πολύ κοντά στο λόχο του Ανέστη. Καταφέρνει συχνά οδηγώντας τους αντάρτες με παράτολμους ελιγμούς να διαφεύγει από τις ενέδρες του στρατού. Ξεχωρίζει με το θάρρος του από τους άλλους αντάρτες της Δημοκρατικής νεολαίας και παρασημοφορείται. Συχνά στις μάχες βοηθάει σαν τροφοδότης του κυρίου πολυβόλου της ομάδας υπό τις οδηγίες μιας αποφασισμένης πολυβολήτριας, της Γιαννούλας. Μέχρι το θάνατο της Γιαννούλας θα είναι κάτω από τη φροντίδα της. Τα δύο αδέλφια μέσα απ΄ τις μάχες και τις διαχρονικές μετακινήσεις, προσπαθούν να συναντηθούν. Τα καταφέρνουν και σε αραιά διαστήματα βρίσκουν τον τρόπο να βρεθούν στο κοντινό χωριό τους και για λίγη ώρα να βοηθήσει το ένα το άλλο. Ξέρουν ότι δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής καθώς ο Στρατός και οι Αντάρτες ελέγχουν κάθε πιθανό πέρασμα με επικίνδυνες ενέδρες. Η μητέρα τους απ΄ το στρατόπεδο προσφύγων γράφει καθημερινά γράμματα στα παιδιά της χωρίς να ξέρει όμως που θα τα στείλει. Το τελευταίο διάστημα των πολεμικών επιχειρήσεων δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συντριβή και η διάλυση των αντάρτικων ομάδων και μαζί της μικρής δύναμης του καπετάν Βουνήσιου. Ο ίδιος παραδίδεται και αυτοκτονεί.
Καθοριστικός παράγων της ήττας του Δημοκρατικού στρατού η χρήση απ΄τη μεριά των Αμερικανών για πρώτη φορά της βόμβας ΝΑΠΑΛΜ.
Τις τελευταίες ημέρες των μαχών ο μικρός Βλάσσης συλλαμβάνεται από διμοιρία του Στρατού. Με συνοπτικές διαδικασίες δικάζεται από Στρατοδικείο, καταδικάζεται σε θάνατο και εκτελείται μετά τρεις ημέρες μαζί με άλλους νεαρούς συναγωνιστές του. Ο Ανέστης ειδοποιείται από το νεαρό Ανθυπολοχαγό για το γεγονός της σύλληψης του αδελφού του.
Προλαβαίνει να παρακολουθήσει την εκτέλεση του αδελφού του στη μάντρα του νεκροταφείου της κοντινής πόλης. Η λήξη του πολέμου βρίσκει τον Ανέστη να περιφέρεται μόνος στα ρημαγμένα βουνά προσπαθώντας να διασώσει μια ανάπηρη μικρή αντάρτισσα συναγωνίστρια του αδελφού του, Βλάσση.