Φορολογική ανάσα για 477.000 νοικοκυριά
Η κυβερνητική εξαγγελία για την ένταξη, στο νέο νομοσχέδιο της Αρχής Προστασίας Καταναλωτή και Εποπτείας της Αγοράς, ρύθμισης που θα επιτρέπει τη δημιουργία λαϊκών αγορών αποκλειστικά για παραγωγούς και θα υποχρεώνει στην αναγραφή της πρώτης τιμής τιμολόγησης των προϊόντων στον τόπο παραγωγής, έχει προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον αλλά και ανησυχία.
Όπως δήλωσε ο υπουργός Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος, μιλώντας σήμερα στον ΑΝΤ1, στόχος της κυβέρνησης είναι να δοθεί στους πολίτες η δυνατότητα να γνωρίζουν πόσο κοστίζει πραγματικά ένα προϊόν στην πηγή του, πριν φτάσει στο ράφι. «Το χωράφι έρχεται στο ράφι», είπε χαρακτηριστικά, υπογραμμίζοντας πως το μέτρο στοχεύει στον περιορισμό των αδικαιολόγητων αυξήσεων σε βασικά αγαθά.
Παρ’ όλα αυτά, εκπρόσωποι της αγοράς εκφράζουν έντονο σκεπτικισμό για το πώς θα μπορέσει να εφαρμοστεί στην πράξη, χωρίς να προκαλέσει περισσότερα προβλήματα από όσα επιδιώκει να λύσει.
Η «πρώτη τιμή τιμολόγησης» δεν είναι σταθερή ούτε εύκολα προσδιορίσιμη, καθώς εξαρτάται από παράγοντες όπως το μέγεθος της παραγωγής, η εποχικότητα, το είδος της συναλλαγής και οι τοπικές συνθήκες. Έτσι, η καταγραφή και η επαλήθευσή της μπορεί να αποδειχθούν ιδιαίτερα πολύπλοκες, αυξάνοντας τη γραφειοκρατία και το διοικητικό βάρος για παραγωγούς, διανομείς και ελεγκτικές αρχές. Μάλιστα, η διαφορετικότητα των τιμών από περιοχή σε περιοχή μπορεί να οδηγήσει σε στρεβλές συγκρίσεις: η τιμή παραγωγού στη Θεσσαλία δύσκολα μπορεί να συγκριθεί με εκείνη ενός προϊόντος που πωλείται στα νησιά, όπου τα μεταφορικά κόστη είναι πολλαπλάσια.
Επιπλέον, η δημόσια σύγκριση μεταξύ της τιμής παραγωγού και της τελικής τιμής στο ράφι ενδέχεται να παρερμηνευθεί από τους καταναλωτές. Η διαφορά δεν αντικατοπτρίζει απαραίτητα αισχροκέρδεια, καθώς η τελική τιμή περιλαμβάνει έξοδα μεταφοράς, αποθήκευσης, ενέργειας, μισθοδοσίας και φορολογίας, αλλά και το λογικό περιθώριο κέρδους των εμπόρων. Η απουσία αυτής της πληροφόρησης μπορεί να οδηγήσει σε αδικαιολόγητη δυσπιστία απέναντι στις επιχειρήσεις και να επιβαρύνει την ψυχολογία της αγοράς.
Πέρα από τις πρακτικές δυσκολίες, το μέτρο ενδέχεται να προκαλέσει και θεσμικές επιπλοκές. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού καλείται να αξιολογήσει αν η υποχρεωτική αναγραφή της πρώτης τιμής μπορεί να θεωρηθεί παρέμβαση στην ελεύθερη διαμόρφωση των τιμών ή να οδηγήσει σε έμμεσο συντονισμό μεταξύ παραγωγών και εμπόρων. Η δημοσιοποίηση τέτοιων δεδομένων μπορεί να αποκαλύψει εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες και να επηρεάσει τη διαπραγματευτική ισορροπία στην αγορά. Οι μικροί παραγωγοί, για παράδειγμα, ενδέχεται να προσπαθήσουν να αυξήσουν τεχνητά τις αρχικές τους τιμές ώστε να μη φαίνονται υποτιμημένοι, ενώ οι μεγάλοι προμηθευτές μπορεί να χρησιμοποιήσουν τη ρύθμιση για να πιέσουν τους συνεργάτες τους.
Σε διεθνές επίπεδο, δεν υπάρχει προηγούμενο εφαρμογής παρόμοιου μέτρου, δηλαδή της αναγραφής δύο τιμών — της τιμής παραγωγού και της τελικής τιμής πώλησης — στις ετικέτες των προϊόντων. Αντίστοιχες πρωτοβουλίες διαφάνειας έχουν υιοθετηθεί σε χώρες της ΕΕ και της Αυστραλίας, αλλά περιορίζονται σε ηλεκτρονική ενημέρωση ή σε υποχρεωτική δημοσιοποίηση στοιχείων προς τις εποπτικές αρχές, όχι απευθείας προς τους καταναλωτές.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για παράδειγμα, ο Κανονισμός (Οδηγία) περί ένδειξης τιμών (Price Indication Directive, PID) απαιτεί οι έμποροι να εμφανίζουν την τελική τιμή πληρωμής στον καταναλωτή και επίσης, όταν γίνονται προσφορές ή εκπτώσεις, να αναφέρουν την χαμηλότερη τιμή που εφαρμόστηκε κατά τους προηγούμενους 30 ή περισσότερους ημέρες ως τιμή αναφοράς. Η νομοθεσία αυτή δεν απαιτεί όμως τους εμπόρους να αναγράφουν την τιμή παραγωγού στο σημείο πώλησης· το επίκεντρο είναι στην τιμή λιανικής και στην πρόληψη παραπλανητικών «εκπτώσεων-μαϊμού».
Έτσι, ενώ το υπουργείο Ανάπτυξης υποστηρίζει ότι το μέτρο θα ενισχύσει τη διαφάνεια και την εμπιστοσύνη ανάμεσα σε παραγωγούς, εμπόρους και πολίτες, υπάρχει ο κίνδυνος ότι η εφαρμογή του χωρίς σαφές πλαίσιο και μηχανισμούς ελέγχου μπορεί να επιφέρει το αντίθετο αποτέλεσμα — να επιβαρύνει τη λειτουργία της αγοράς, να περιορίσει τον ανταγωνισμό και τελικά να αυξήσει, αντί να μειώσει, τις τιμές.