Πού έχει εξαφανιστεί το χρήμα από την αγορά;

Θεσσαλονίκη, οδός Τσιμισκή: Στην πιο εμπορική οδό της πόλης μετρά κανείς από ΧΑΝΘ έως Διαγώνιο έντεκα καταστήματα ξενοίκιαστα επί μήνες.

Στο καλύτερο τμήμα του κέντρου (μεταξύ Διαγωνίου, Τσιμισκή, Ίωνος Δραγούμη και Μητροπόλεως), εμβληματικά καταστήματα παραμένουν άδεια επί μήνες. Στη συμβολή Καρόλου Ντηλ και Τσιμισκή, στο κεντρικότερο σημείο της πόλης, το διατηρητέο κτίριο που μίσθωνε brand πολυεθνικής του ενδύματος είναι άδειο από τον περασμένο Νοέμβριο. Δεν φαίνεται στον ορίζοντα άλλη επιχείρηση, ελληνική ή ξένη, που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί το συγκεκριμένο κτίριο σύμφωνα με τις δυνατότητές του.

Η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη στις λιγότερο δημοφιλείς εμπορικές οδούς. Στην Κασσάνδρου, άνω όριο του κέντρου, τα περισσότερα καταστήματα είναι ξενοίκιαστα. Δεν γίνεται καν λόγος για τις γειτονιές, από όπου ο γιγαντισμός του εμπορίου εκτόπισε τα καταστήματα ήδη τη δεκαετία του 1990.

Του Γεωργίου Ι. Μάτσου*

Χαρακτηριστικότερη όλων, η κατάσταση στην οδό Εγνατία. Η κεντρική αυτή εμπορική λεωφόρος ταλαιπωρήθηκε πολύ στα 18 χρόνια της κατασκευής του μετρό. Αναμενόμενο τότε να κλείσουν καταστήματα και να παρακμάσει το άλλοτε σφύζον εμπόριο. Αντίστροφα αναμενόμενο ήταν όμως, η έναρξη λειτουργίας του μετρό να προκαλέσει έκρηξη ζήτησης και νέας ανάπτυξης του εμπορίου. Κι όμως ούτε εκεί κινείται τίποτε.

Κι άλλοι απτοί αλλά μη μετρήσιμοι δείκτες μαρτυρούν αφανή μείωση της οικονομικής δραστηριότητας. Π.χ. η κίνηση στους δρόμους. Ο αριθμός των αυτοκινήτων έχει μειωθεί περισσότερο από όσο αναλογεί στο μείον 15% κίνηση που υπολογιζόταν η επίδραση του μετρό. Υπάρχουν εργάσιμες ώρες, στις οποίες κεντρικές οδοί είναι σχεδόν άδειες από κινούμενα αυτοκίνητα.

Οι εργασίες των ελευθέρων επαγγελματιών βαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Όλο και περισσότεροι ομολογούν ότι “τρώνε από τα έτοιμα”. Νέες δουλειές δεν φαίνονται πουθενά.

Αντίστοιχη είναι η κατάσταση στην υπόλοιπη επαρχία. Λίγο καλύτερη φαίνεται στην Αθήνα, όπου έχουμε οικονομία δύο ταχυτήτων. Το πλεονέκτημα της Αθήνας είναι ότι, με εξαίρεση τις υψηλής ζήτησης τουριστικές περιοχές, η “υψηλή” ταχύτητα στην υπόλοιπη χώρα απλά δεν υπάρχει.

Τέτοιες καταστάσεις βιώσαμε μόνον στην περίοδο του πρώτου Μνημονίου. Τότε όμως οι οικονομικοί δείκτες μετρούσαν 25% ύφεση, το κρατικό χρήμα είχε εξαφανιστεί, το κλίμα χρεωκοπίας διέλυε την ιδιωτική οικονομία, η διεθνής έλλειψη εμπιστοσύνης απέτρεπε εισροές κεφαλαίων.

Η κατάσταση που βιώνει η μικρή και μεσαία οικονομία είναι συνεπώς πρωτοφανής. Διότι οι οικονομικοί δείκτες δείχνουν ανάπτυξη και μάλιστα άνω της ευρωπαϊκής. Τα δημόσια οικονομικά πηγαίνουν περίφημα. Το δε αυξανόμενο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, οφειλόμενο σε δυσανάλογη αύξηση των εισαγωγών, υποδεικνύει αύξηση της κατανάλωσης, άρα και της – στατιστικής τουλάχιστον – ευμάρειας.

Ζούμε κατάσταση “οι αριθμοί ευημερούν, οι άνθρωποι δυστυχούν”, όπως έλεγε ο Γεώργιος Παπανδρέου Α΄; Το ζητούμενο είναι η ορθή ερμηνεία της πραγματικότητας, όταν αυτή δεν τεκμηριώνεται με αναντίρρητης ισχύος αριθμητικά στοιχεία.

Την καλύτερη ακτινογραφία της οικονομίας έχει κάνει ο Ντέκλαν Κοστέλο, επικεφαλής της τρόικας των δανειστών το 2014-2018 και άρα καλός γνώστης της ελληνικής πραγματικότητας. Ο κ. Κοστέλο έθεσε ζητήματα ήδη γνωστά, όπως τις πολύ χαμηλές ιδιωτικές επενδύσεις, τον “κίνδυνο υπεραισιοδοξίας” (ευγενικός όρος για τον καταστροφικό αυτοθαυμασμό των κυβερνήσεων), την κάτω των 2/3 (!) του μέσου όρου της ΕΕ παραγωγικότητα, το χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα.

Εμμέσως ο κ. Κοστέλο έθεσε ζήτημα σχέσης ΑΕΠ και απορρόφησης ευρωπαϊκών κονδυλίων, σημειώνοντας ότι η Ελλάδα “πηγαίνει καλά”. Ήταν σαν να έλεγε ότι, αν έχετε ανάπτυξη 2%-3% με υψηλή απορρόφηση ευρωπαϊκών πόρων, μήπως χωρίς αυτούς θα είχατε ύφεση;

Στα παραπάνω προστίθεται ότι περί τις μισές άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα το 2024, ποσό 2,75 δις ευρώ, άρα άνω του 1% του ΑΕΠ, είναι αγορές ακινήτων. Ακόμη και με συντηρητικό πολλαπλασιαστή ΑΕΠ, εάν έλειπαν οι αγορές ακινήτων από ξένους, η ελληνική οικονομία θα είχε ανάπτυξη πολύ κάτω του 1%. Και χωρίς το Ταμείο Ανάκαμψης, θα βιώναμε κανονική ύφεση.

Από τη δική μας πλευρά σημειώνουμε πέντε ακόμη παραμέτρους, σε συμπλήρωση των όσων είπε ο κ. Κοστέλο:

α) Οι ειδικές συνθήκες της ελλαδικής αγοράς ενέργειας. Πρόσφατα η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας κατήγγειλε χειραγώγηση της αγοράς ηλεκτρισμού. Πρόκειται για σημαντική επενδυτική τροχοπέδη.

β) Το απροσδόκητα υψηλό δημοσιονομικό υπερπλεόνασμα, όπου πρόβλημα δεν είναι μόνον η υπερφορολόγηση. Ακροθιγώς εμφανίστηκε η πληροφορία ότι το τεράστιο πλεόνασμα οφειλόταν εν πολλοίς σε υποεκτέλεση δαπανών. Ότι δηλαδή ξοδέψαμε λιγότερα από όσα προβλεπόταν. “Καλό δεν είναι αυτό;”, θα αναρωτηθούν όσοι θεωρούν ως οικονομία μόνον τα δημόσια οικονομικά. Όχι, διότι η αφύσικη μείωση των κρατικών δαπανών (τουλάχιστον 1% του ΑΕΠ θα δικαιολογούσε η απροσδόκητη εκτόξευση του πλεονάσματος), προξενεί πολλαπλασιαστικά μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ.

Πάντως, η αφύσικη μείωση των κρατικών δαπανών, είναι απόλυτα συμβατή με την εξαφάνιση του χρήματος που βιώνει η αγορά.

γ) Ελάχιστο τεκμαιρόμενο εισόδημα: Στην οπτική της κυβέρνησης, αντιμετωπίζει τη φοροδιαφυγή. Στην οπτική του επαγγελματία, η υποχρεωτική μελλοντική φορολόγηση σε επίπεδα μη διαχειρίσιμα στις ζημιογόνες χρήσεις, αποθαρρύνει κάθε επόμενο επιχειρηματικό βήμα. Κέρδη μπορεί να μην έχει, φόρους όμως θα έχει. Γιατί να επενδύσει;

δ) Τα σοβαρά εμπόδια που θέτει στο επιχειρείν η πρωτοφανούς βαθμού διεθνώς ψηφιοποίηση λογιστικών και φορολογικών εργασιών και η συνακόλουθη κατακόρυφη αύξηση των διαδικαστικών υποχρεώσεων επιχειρήσεων και λογιστών. Όταν η στοιχειώδης επιχειρηματική δράση γίνεται τόσο περίπλοκη, πλήττεται σοβαρά η ήδη χαμηλή παραγωγικότητα, ενώ αποθαρρύνεται το άνοιγμα νέων επιχειρήσεων.

ε) Η αυξανόμενα ευνοιοκρατική κατανομή των κρατικών συμβάσεων μέσω απευθείας αναθέσεων: Το 2022, τελευταία χρονιά με στοιχεία δημοσιευμένα από το Ελεγκτικό Συνέδριο, οι απευθείας αναθέσεις ανέρχονταν σε 4,45 δις ευρώ (2% του ΑΕΠ). Μη επαληθευμένες πληροφορίες ανεβάζουν το ποσό αυτό έως 8 δις το 2024. Η επαλήθευση είναι αδύνατη, διότι η Εθνική Βάση Δεδομένων Δημοσίων Συμβάσεων δεν έχει ενημερωθεί από τις 23-5-2023 (μεθεπομένη βουλευτικών εκλογών Μαΐου 2023). Στη δε βάση δεδομένων του Κεντρικού Ηλεκτρονικού Μητρώου Δημοσίων Συμβάσεων η αναζήτηση πρέπει να γίνεται σχεδόν μέρα-μέρα, διότι το εξαγόμενο αρχείο Excel, μάλλον αφύσικα, δεν υποστηρίζει εγγραφές άνω των δυο-τριών ημερών. Η αδιαφάνεια των δημόσιων μητρώων ενισχύει τις καταγγελίες για σημαντική αύξηση των απευθείας αναθέσεων.

Αύξηση των απευθείας αναθέσεων από 2% στο 3,5% του ΑΕΠ, θα προξενούσε επιπλέον έλλειψη χρήματος, διότι το ευνοιοκρατικώς κινούμενο χρήμα δεν επανεντάσσεται πάντα στην πραγματική οικονομία και δεν λειτουργεί επαρκώς πολλαπλασιαστικά στο ΑΕΠ.

Αν θέλουμε λοιπόν να αναζωογονηθεί η οικονομία και να ξανακυκλοφορήσει χρήμα, υπάρχουν πολλά να γίνουν.

Η γενική αίσθηση είναι ότι λειτουργεί καλά το τμήμα της οικονομίας που βρίσκεται κοντά στους ευημερούντες μεγάλους παίκτες. Από εκεί και πέρα, φαίνεται πως ο στόχος που είχε θέσει διακριτικά η Έκθεση Πισσαρίδη, για τη μικρομεσαία οικονομία, επιτυγχάνεται.

Το πρόβλημα είναι ότι οι πληττόμενες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοί τους δεν έχουν πραγματικές εναλλακτικές. Νομίζει η κυβέρνηση ότι θα βρεθούν εναλλακτικές από μόνες τους. Αλλά δεν βρίσκονται – εκτός από τη μετανάστευση.

Συνεπώς, η ύφεση που, αφαιρουμένων των αγορών ακινήτων από το εξωτερικό και το Ταμείο Ανάκαμψης, επικρατεί, μάλλον θα ενταθεί στο μέλλον. Όσο όμως η κυβέρνηση αυτοθαυμάζεται για τις οικονομικές της επιδόσεις, αποκλείεται να αναγνωρίσει το πρόβλημα.

*Δ.Ν., Δικηγόρος

www.capital.gr