Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά και στην οικονομία,
μα ο Έλληνας στα μαγαζιά δεν χάνει ευκαιρία!
Τις χρεωστικές στραγγίζει, κι αγοράζει ό,τι γυαλίζει
κι όλο αυτό τον γοητεύει, έστω κι αν δεν περισσεύει
ούτε σέντσι για σπατάλες, φτώχειες ζούμε πια μεγάλες!
Φράιντέι, λέει μπλάκ και ο Έλληνας ο βλάκ
σπεύδει γύρω να ψωνίσει και σακούλες να γεμίσει
με αχρείαστη πραμάτεια, τάχα επώνυμα κομμάτια!
Έφτασε η Φράιντέι κι έστω κι αν η ακρίβεια καίει
όλοι θα ξαμοληθούμε κι επωνύμως θα ντυθούμε
και στις γιορτινές τις μέρες όλο πόζα, σαν αστέρες!
ντύσιμο σαν φιγουρίνι κι ας ευρώ δεν έχει μείνει.
Φράιντέι-πανηγύρι τις γυναίκες παρασύρει
ν’ αγοράσουνε τα πάντα κι η ακρίβεια πάει στη μπάντα.
Η Μαρίκα κι η Κατίνα παρατάνε την κουζίνα
να χαζέψουν τις βιτρίνες και σαν άλλες προσκοπίνες
κάνουν άγριο σαφάρι, καθεμιά τους ό,τι πάρει…
Κι όταν σπίτι φορτωμένες έρχονται κι ευτυχισμένες
έχουν ν’ αντιμετωπίσουν και τον σύζυγο να πείσουν
τό ‘καναν για το καλό του, να το βάλει στο μυαλό του
ότι βρήκαν ευκαιρίες κι έκαναν οικονομίες!
Και αυτός με τη σειρά του πάει και κάνει τα δικά του:
Δώρο στη φιλεναδούλα μιά ολόχρυση καρδούλα!!!
Έφτασε η Φράιντέι, την αγάπησαν κι οι νέοι,
ζήτησαν το χαρτζιλίκι αυξημένο, με προσθήκη,
τάμπλετ νέο ν’ αγοράσουν, ευκαιρία να μη χάσουν
και το κινητό ν’ αλλάξουν, σύγχρονα τικ-τοκ να φτιάξουν!
Φράιντέι σ’ αγαπάμε κι άμα πάμε όπως πάμε,
σφόδρα θα σ’ ερωτευτούμε και πιο σπάταλοι θα ζούμε.
Άμα δεν καταναλώνεις, γι’ άλλο τι να καμαρώνεις;