Τρόφιμα και κυρίως ελαιόλαδο, άλευρα, κρέατα, τυροκομικά, φρούτα, λαχανικά, πατάτες, αλλά και είδη ένδυσης – υπόδησης, ακτοπλοϊκά εισιτήρια, ασφάλιστρα υγείας αναδεικνύονται στους «πρωταθλητές» των ανατιμήσεων στην Ελλάδα την περίοδο 2019-2024, καθώς πρόκειται για αγαθά και υπηρεσίες των οποίων οι τιμές όχι μόνο αυξήθηκαν πολύ, ακόμη και πάνω από 120% κατά το εξεταζόμενο διάστημα, αλλά και περισσότερο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Από την άλλη, πάντως, το ίδιο διάστημα υπάρχουν αρκετά προϊόντα και υπηρεσίες των οποίων οι τιμές αυξήθηκαν με πολύ χαμηλότερο ρυθμό από ό,τι στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ενώ δεν λείπουν ακόμη και μειώσεις τιμών. Πρόκειται για προϊόντα όπως τα ψάρια, τα ζυμαρικά, η ζάχαρη, τα ποτά, τα τσιγάρα, αλλά και η εστίαση και ο τουρισμός.
Βεβαίως, η Ελλάδα δεν είναι ούτε η ακριβότερη ούτε η φθηνότερη χώρα στην Ε.Ε., καθώς δεν είναι γνωστές οι τιμές αναφοράς. Φυσικά, από άλλες έρευνες γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι η Ελλάδα είναι από τις ακριβότερες χώρες στο φρέσκο γάλα, στο βρεφικό γάλα, σε βρεφικές πάνες, σε απορρυπαντικά. Επιπλέον, το ζήτημα της ακρίβειας θα πρέπει κάθε φορά να συσχετίζεται και με την αγοραστική δύναμη των πολιτών σε κάθε χώρα. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης διαμορφώθηκε το 2023 στο 67% του μέσου όρου της Ε.Ε., με την Ελλάδα να ξεπερνάει σε επίδοση μόνο τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Ωστόσο και αυτό το στοιχείο δεν αποκαλύπτει όλη την αλήθεια, καθώς η εκτεταμένη φοροδιαφυγή αλλοιώνει την πραγματικότητα. Το επίπεδο τιμών διαμορφώθηκε το 2022 στο 88,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα αναλυτικά στοιχεία της Eurostat για την εξέλιξη των τιμών την περίοδο Ιουλίου 2019 – Απριλίου 2024, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 16,5% στην Ελλάδα έναντι 23,1% στην Ε.Ε. Ειδικά οι τιμές των τροφίμων, κατηγορία η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο τα 2,5 τελευταία χρόνια, αυξήθηκαν στην Ελλάδα την περίοδο 2019-2024 κατά 33,9%, όσο περίπου και στην Ε.Ε. (33,8%).
Μέσα σε πέντε χρόνια η τιμή του ελαιολάδου εκτινάχθηκε 121,6% και του αιγοπρόβειου κρέατος 66,6%.
«Πρωταθλητής» των ανατιμήσεων στο σύνολο των προϊόντων και υπηρεσιών που μετράει η Eurostat και όχι μόνο στην ομάδα των τροφίμων είναι το ελαιόλαδο, με την τιμή να έχει αυξηθεί κατά 121,6% έναντι 111,1% στην Ε.Ε. Η απόκλιση αυτή από την Ε.Ε. οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι στην Ελλάδα οι τιμές του ελαιολάδου βρίσκονταν σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από ό,τι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες πριν από τις πολύ μεγάλες ανατιμήσεις που ξεκίνησαν πέρυσι και οφείλονται στη μειωμένη παραγωγή των βασικών ελαιοπαραγωγών χωρών.
Η δεύτερη υψηλότερη αύξηση τιμής αφορά ένα άλλο προϊόν που σχετίζεται πολύ με την ελληνική κουζίνα και δη το αιγοπρόβειο κρέας, η τιμή του οποίου έχει ενισχυθεί κατά 66,6%, έναντι 42,2% στην Ε.Ε. Δυστυχώς υψηλότερες αυξήσεις σε σύγκριση με την Ε.Ε. στη διάρκεια της εξεταζόμενης πενταετίας καταγράφονται και στο μοσχαρίσιο κρέας (33,9% στην Ελλάδα έναντι 25,8% στην Ε.Ε.), ενώ χαμηλότερη αλλά κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο ήταν η αύξηση στο χοιρινό κρέας (33,1% στην Ελλάδα έναντι 34% στην Ε.Ε.). Πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο είναι οι αυξήσεις στις τιμές των τυροκομικών προϊόντων (44,6% στην Ελλάδα έναντι 34,8% στην Ε.Ε.), καθώς και σε άλλα βασικά είδη διατροφής, όπως τα φρούτα, τα λαχανικά και οι πατάτες.
Στον αντίποδα βρίσκονται τα ζυμαρικά, το ρύζι, τα ψάρια, ακόμη και το φρέσκο γάλα, των οποίων οι τιμές αυξήθηκαν πολύ τα τελευταία χρόνια με τις αυξήσεις να κυμαίνονται από 16,5% (στα ψάρια) έως 32,1% (στο ρύζι), με χαμηλότερο όμως ρυθμό σε σύγκριση με την Ε.Ε. Επίσης, πολύ χαμηλότερες ήταν στην Ελλάδα οι αυξήσεις σε ζάχαρη (42,8% έναντι 79,2% στην Ε.Ε.) και συνολικά στην κατηγορία των γλυκών, όπως επίσης και σε αναψυκτικά, ποτά και χυμούς.
Δυστυχώς εκτός από τα τρόφιμα, υπάρχουν και άλλες κατηγορίες βασικών προϊόντων για ένα νοικοκυριό, που τα τελευταία χρόνια τινάζουν στον αέρα τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, έστω και αν πρόκειται για πιο ελαστικές δαπάνες. Οι τιμές των ειδών ένδυσης αυξήθηκαν στην πενταετία κατά 47,1% στην Ελλάδα έναντι 24,5% στην Ε.Ε. και των ειδών υπόδησης κατά 36,8% έναντι 20,1% στην Ε.Ε.
Πίσω από τους αριθμούς και τα ποσοστά υπάρχουν διάφορες αιτίες που κάποιες τιμές εμφανίζονται μειωμένες ή πολύ λίγο αυξημένες σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ετσι, για παράδειγμα, στην ομάδα «Μεταφορές» την περίοδο Ιουλίου 2019 – Απριλίου 2024 οι τιμές εμφανίζονται να έχουν αυξηθεί στην Ελλάδα μόλις κατά 3,4% έναντι 6,7% στην Ε.Ε. Τούτο οφείλεται στις μειώσεις των εισιτηρίων των μέσων μαζικής μεταφοράς κατά 12,4% που αποφασίστηκαν μετά το πρώτο lockdown το 2020 (από 1,40 ευρώ σε 1,20 ευρώ) και δεν αυξήθηκαν ποτέ ξανά, αλλά και στις μειώσεις των εισιτηρίων των τρένων, τα οποία σημειωτέον πλέον δεν χρησιμοποιούν και πολλοί.
Από την άλλη, στην Ελλάδα καταγράφηκαν αυξήσεις πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, τόσο στις χρεώσεις των ταξί (22,6% έναντι 19,7%) στην Ε.Ε., στα αεροπορικά εισιτήρια (34,5% έναντι 19,3%) και ειδικά στα εισιτήρια για τις διεθνείς πτήσεις (41,8% έναντι 17,4%), καθώς και στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια (38,1% έναντι 10,5% στην Ε.Ε.). Το γεγονός δε ότι στις τηλεπικοινωνίες εμφανίζονται μειώσεις τιμών και στα καύσιμα μικρότερες αυξήσεις σε σύγκριση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η ακριβότερη χώρα στα υγρά καύσιμα και δεύτερη ακριβότερη στις τηλεπικοινωνίες με τις τιμές να βρίσκονται 53,5% πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.
Αρκετά παρήγορο, πάντως, για την εξέλιξη του πληθωρισμού και για την οικονομία γενικότερα είναι ότι ο δομικός πληθωρισμός, εξαιρουμένων δηλαδή των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας, αυξήθηκε μεν στην Ελλάδα κατά διψήφιο ποσοστό (11,5%), αλλά στην Ε.Ε. η αύξηση ήταν μεγαλύτερη (17%).