«Πονάνε» τα λάθη στη φορολόγηση των μικρομεσαίων

Όλα ξεκίνησαν με καλές προθέσεις, αλλά η κατάληξη ήταν μία μεγάλη κατηγορία φορολογουμένων να έχει μεγάλα παράπονα για τους φόρους

Αναδημοσίευση από τη «Βραδυνή της Κυριακής»

Η ώρα των φορολογικών δηλώσεων έφτασε, και μαζί σήμανε το «καμπανάκι» για χιλιάδες ελεύθερους επαγγελματίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Όλα ξεκίνησαν με καλές προθέσεις, αλλά η κατάληξη ήταν μία μεγάλη κατηγορία φορολογουμένων να έχει μεγάλα παράπονα για τα χρήματα που καλείται να πληρώσει φέτος ως φόρο για τα εισοδήματα του 2023.

Η αρχή έγινε με τις προσυμπληρωμένες δηλώσεις που θα έστελνε φέτος το υπουργείο Οικονομικών σε ένα εκατομμύριο φορολογουμένους.

Το μέτρο προχώρησε, αλλά τελικά εστάλησαν μόνο 400.000 φορολογικές δηλώσεις με προσυμπληρωμένα στοιχεία. Και εδώ αρχίζει ο Γολγοθάς των χιλιάδων μισθωτών, συνταξιούχων και ελεύθερων επαγγελματιώνοι οποίοι αν και δεν είχαν αυξημένα εισοδήματα, εν τούτοις το «ραβασάκι» της Εφορίας που έπρεπε να πληρώσουν, ήταν μεγαλύτερο από πέρσι.

Και αυτό οφείλεται σε λάθος υπολογισμό του φόρου από την Εφορία.

Υπάρχουν αρκετοί λογιστές οι οποίοι δουλεύουν νυχθημερόν για να διορθώσουν τις λανθασμένες φορολογικές δηλώσεις των πελατών τους.

Οι οποίες, μάλιστα, δεν είναι μία η δύο στις 100, αλλά 80 στις 100.

Η σκέψη της Εφορίας για τις προσυμπληρωμένες δηλώσεις ήταν σωστή, όμως το καθεστώς που υπάρχει στο ελληνικό Δημόσιο δεν μπορεί να υπηρετήσει τέτοιες καινοτομίες από τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του.

Χρειάζεται να περάσουν τουλάχιστον 2 με 3 χρόνια και επαναλαμβανόμενες φορολογικές δηλώσεις, για να μπορέσουν να μηδενισθούν και να διπλοτσεκαριστούν τα λάθη που θα γίνουν.

Θα πει κάποιος ότι και οι φορολογούμενοι έχουν ευθύνη, γιατί σε μία τέτοια μεγάλη αλλαγή πρέπει να συνεργαστούν, ώστε το μέτρο να εφαρμοστεί άμεσα.

Δυστυχώς, έτσι όπως έγιναν τα πράγματα, ούτε οι φοροτεχνικοί ούτε οι λογιστές μπορούν να συνεργαστούν, πλέον, εύκολα με τις εφορίες.

Όλο αυτόν το μεγάλο όγκο εργασιών που έχουν επωμισθεί, δεν μπορούν να τον υπηρετήσουν, και οι περισσότεροι φοροτεχνικοί αντιδρούν έντονα στις κινήσεις της ΑΔΑΕ και τις αποφάσεις του υπουργείου Οικονομικών.

Ήδη έχουν ζητήσει παράταση μέχρι τέλος Σεπτέμβριου, της ημερομηνίας κατάθεσης των φορολογικών δηλώσεων, γιατί θεωρούν αδύνατον μέσα στις επόμενες 20 ημέρες να προλάβουν να κατατεθούν 2 εκατ. δηλώσεις που εκκρεμούν. Παράλληλα, πρέπει να διορθωθούν τα λάθη των 100.000 και πλέον, προσυμπληρωμένων φορολογικών δηλώσεων που έχουν αποσταλεί.

Και το μεγάλο ερώτημα είναι τι πρέπει να κάνουν όσοι διαπιστώνουν λάθη στις δηλώσεις. Να πληρώσουν την πρώτη δόση ή και τη δεύτερη, ανεξάρτητα από το εάν έχουν γίνει αποδεκτές οι συμπληρωματικές δηλώσεις και οι διορθωτικές κινήσεις;

Σε μία από τις χιλιάδες τέτοιες περιπτώσεις ένας φορολογούμενος κλήθηκε να πληρώσει 9.000 ευρώ, και όταν έκανε τη διορθωτική δήλωση του επεστράφησαν τα 9.000 ευρώ, αφού ο φόρος που του βγήκε ήταν τελικά πιστωτικός. Έπρεπε να πάρει και επιστροφή 53 ευρώ.

Αυτός είναι ο ένας πυλώνας των λαθών που έχουν γίνει.

Ο δεύτερος αφορά τα εισοδήματα των μικρομεσαίων επιχειρηματιών αλλά και ελεύθερων επαγγελματιών.

Άνθρωποι που μέχρι τώρα πλήρωναν 1.000 ευρώ Εφορία το χρόνο, τώρα καλούνται να πληρώσουν κοντά στα 3.000 ευρώ.

Όλα ξεκίνησαν όταν το υπουργείο Οικονομικών αποφάσισε να αλλάξει τη φορολογία όσων δεν ήταν μισθωτοί και συνταξιούχοι, και να αυξήσει το τεκμαρτό εισόδημα των ελεύθερων επαγγελματιών από τις 10.000 ευρώ το χρόνο, σε 12.000 ευρώ το χρόνο.

Η δικαιολογία, βέβαια, τότε ήταν πως δεν γίνεται ένας υπάλληλος να δηλώνει πιο πολλά από τον εργοδότη του.

Με αυτή τη λογική που παρουσιάστηκε, είχε δίκιο η κυβέρνηση, όμως στην πορεία και όταν άρχισαν να έρχονται τα «ραβασάκια» της Εφορίας όλοι κατάλαβαν πως η φορολογική τους κλίμακα ανέβηκε ξαφνικά και καλούνται τώρα να πληρώσουν πολλαπλάσια χρήματα.

Το υπουργείο Οικονομικών βρίσκεται μπροστά σε μία μεγάλη αντίφαση. Από τη μία με την πολιτική του δίνει φορολογικά κίνητρα για να επενδύσουν οι μεγάλες εταιρίες, ενώ από την άλλη οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες φορολογούνται, πλέον, σε τέτοιο βαθμό, που δεν αντέχουν.

Το πιο άδικο από όλα είναι πως το υπάρχον φορολογικό σύστημα εξισώνει τα καταστήματα και τις μικρές επιχειρήσεις της Αθήνας και των άλλων μεγάλων πόλεων, με εκείνες τις επιχειρήσεις που λειτουργούν σε μικρότερα αστικά κέντρα, χωρίς μεγάλους τζίρους.

Ιδίως στις ορεινές και παραμεθόριες περιοχές, που ερημώνουν συνεχώς, θα έπρεπε να υπάρχει μία διαφορετική φορολογική κλίμακα για όλους εκείνους τους επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται σε αυτές τις δύσκολες περιοχές.

Δεν γίνεται ένας μικρομεσαίος από το Περιστέρι να έχει την ίδια φορολογία και τον ίδιο ΦΠΑ με τον επαγγελματία στο Νομό Έβρου ή στο Νομό Φλώρινας.

Αν θέλουμε να μην ερημώσουν οι παραμεθόριες περιοχές και οι περιφερειακές πόλεις να παραμείνουν ζωντανές, τότε πρέπει να εφαρμοστεί ένα ειδικό καθεστώς φορολόγησης των κατοίκων που μένουν σε αυτές τις περιοχές.

Επίσης, αν θέλουμε να μην υπάρχουν προβλήματα στις φορολογικές δηλώσεις θα πρέπει ο πολίτης να μπορεί να τις υποβάλλει όλο το χρόνο, και τους 12 μήνες του έτους. Η πλατφόρμα να είναι διαρκώς ανοιχτή, ώστε ένας φορολογούμενος να μπορεί να υποβάλει τη δήλωσή του και τον Φεβρουάριο, αλλά και στο τέλος του χρόνου.

Απλά, θα ξέρει ο φορολογούμενος πως 31 Ιουλίου μπαίνει η πρώτη δόση της Εφορίας, αν η δήλωσή του γίνει τους επομένους μήνες, θα καταβάλει μαζεμένες τις δόσεις.

Με απλά λόγια, αν κάνεις τη φορολογική σου δήλωση το Νοέμβριο, θα πληρώσεις μαζεμένες 6 δόσεις.