Καθώς κλιμακώνεται η θερινή τουριστική περίοδος, σημειώνονται ενδείξεις αύξησης των τιμών της βενζίνης. Μαζί με την αναζωπύρωση των τιμών της βενζίνης αναζωπυρώνεται η συζήτηση για τη δυνατότητα ή μη μείωσης της τιμής, μέσω μίας κυβερνητικής παρέμβασης, πχ μίας μείωσης του ειδικού φόρου κατανάλωσης, προκειμένου να ανακουφιστούν οι καταναλωτές.
Ωστόσο, αποκλείουν, επί του παρόντος, οποιαδήποτε μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης, αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες με τους οποίους ήλθε σε επαφή το newsit.gr, αν και η Ελλάδα έχει τον 4ο πιο υψηλό τέτοιο φόρο της βενζίνης μεταξύ των χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από την άλλη μεριά, δεν διαφαίνεται καμία πρόθεση μείωσης των τιμών της βενζίνης από τις εταιρείες προμήθειας βενζίνης ή τους βενζινοπώλες.
1. Η μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωση δεν θα έφερνε τελικά μείωση της τελικής τιμής
Όσον αφορά την πλευρά της κυβέρνησης, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, μία μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στη βενζίνη ή του ΦΠΑ μόνο πρόσκαιρα θα οδηγούσε σε μείωση της τιμής της, καθώς η σημερινή υψηλή ζήτηση θα οδηγούσε και πάλι την τιμή της βενζίνης στο προ μείωσης του ειδικού φόρου επίπεδο.
Έστω για παράδειγμα, πως ο εν λόγω φόρος μειωνόταν από τα 0,70 ευρώ ανά λίτρο που είναι σήμερα στα 0,50 ευρώ ανά λίτρο.
Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε άμεσα σε μείωση της τιμής της βενζίνης κατά το αντίστοιχο ποσό, δηλαδή κατά 0,20 ευρώ λίτρο, οδηγώντας την από τα 1,8 ευρώ ανά λίτρο που είναι σήμερα περίπου στην Αθήνα στα 1,60 ευρώ ανά λίτρο. Δηλαδή θα συντελούνταν άμεσα μία μείωση της τάξεως του 11%.
Γνωρίζοντας, όμως, η αγορά πως οι Έλληνες καταναλωτές μπορούν να πληρώσουν τιμή 1,8 ευρώ ανά λίτρο (όπως συμβαίνει), θα οδηγηθούμε σταδιακά και πάλι στην τιμή 1,8 ευρώ ανά λίτρο, σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις. Μ’ άλλα λόγια, θα κέρδιζαν οι εταιρείες διύλισης και οι βενζινοπώλες, αλλά όχι οι καταναλωτές.
2. Η μείωση των φορολογικών εσόδων θα έπληττε τη δυνατότητα του δημοσίου να χρηματοδοτήσει αναγκαίες δαπάνες
Μ΄ άλλα λόγια, οι καταναλωτές δεν θα είχαν τελικά κανένα κέρδος από μία μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης της βενζίνης, ενώ το κράτος θα έχανε κρίσιμα φορολογικά έσοδα, τα οποία είναι κρίσιμα για τη χρηματοδότηση των αναγκαίων δημοσίων δαπανών χωρίς να απειλούνται οι δημοσιονομικοί στόχοι της χώρας.
3. Στόχος της κυβέρνησης (και της ΕΕ) είναι η αποτροπή της αύξησης εισαγωγών γιατί επιδεινώνεται το ήδη βεβαρυμμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Η επιβολή αυτών των ειδικών φόρων πέραν της δημοσιονομικής σημασίας, έχει και μία ακόμα, ευρύτερη οικονομική σημασία: Αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα κατανάλωσης των παραπάνω προϊόντων (δηλαδή της βενζίνης, των καπνικών προϊόντων) και άρα αποτρεπτικό παράγοντα για την εισαγωγή τους, καθώς κάθε αύξηση της εισαγωγής τους επιδεινώνει το ολοένα και πιο βεβαρυμένο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών.
Κάθε επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας αυξάνει την “ευαισθησία” της σε εξωτερικούς χρηματοοικονομικούς κινδύνους, σημειώνουν οι ίδιες πηγές, ειδικά σε συνθήκες αποσταθεροποίησης σαν τις σημερινές (πόλεμος στην Ουκρανία, στη Μέση Ανατολή, πολιτική κρίση στη Γαλλία).
Ωστόσο, η Ελλάδα δεν αποτελεί την απόλυτη “εξαίρεση” στην ΕΕ σε σχέση με τον ειδικό φόρο κατανάλωσης. Αν και κατέχει, όπως προαναφέρθηκε, υψηλή θέση στην κατάταξη, η ίδια η ΕΕ έχει επιβάλει σε πανευρωπαϊκό κατώτατο πλαφόν στον εν λόγω φόρο και αυτός ανέρχεται στα 0,36 ευρώ ανά λίτρο.
Εξάλλου, είναι κυρίως οι ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες ανήκουν μεν στην ΕΕ αλλά όχι ακόμα στην ευρωζώνη -και άρα έχουν το δικό τους νόμισμα (πχ Ουγγαρία) – οι οποίες έχουν ακόμα σχετικά χαμηλό ειδικό φόρο κατανάλωσης.
4. Δεν φαίνεται στον ορίζοντα κάποια διακριτή προοπτική ειρήνευσης στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή και μείωσης των διεθνών τιμών
Ταυτόχρονα, από την άλλη μεριά, είναι η γεωπολιτική και γεωοικονομική αβεβαιότητα εκείνη που δεν επιτρέπει κάποια μείωση των διεθνών τιμών της βενζίνης, καθώς δεν διαφαίνεται κάποιος διακριτός ορίζοντας ειρήνευσης στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, ενώ λόγω της κρίσης στην Ερυθρά Θάλασσα έχει αυξηθεί και το κόστος μεταφοράς πετρελαίου.
5. Η Ελλάδα είναι μία μικρή αγορά που γειτονεύει με μεγάλες αγορές και δεν μπορεί να επηρεάζει σε περιφερειακό επίπεδο τις τιμές
Υπάρχει, όμως, και άλλος ένας παράγοντας -πέρα από την πρόσκαιρη (ή μη) αύξηση των διεθνών τιμών της βενζίνης λόγω των προαναφερθέντων εξελίξεων- που δεν έχει γίνει ευρέως αντιληπτός.
Σύμφωνα με αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες, ο παράγοντας, ο οποίος μάλιστα είναι μόνιμος -και όχι συγκυριακός- είναι το γεγονός ότι η ελληνική αγορά αν και μικρή με πληθυσμό μόλις 10 εκατ., γειτονεύει με άλλες εθνικές αγορές γιγάντιες με τεράστια ζήτηση, κάτι που αποτελεί μόνιμη πηγή υψηλών τιμών στη βενζίνη.
Οι αγορές αυτές δεν είναι οι άλλες από την Τουρκία με πληθυσμό 85 εκατ., η Αιγυπτος με πληθυσμό 111 εκατ. αλλά και της Ιταλίας με πληθυσμό 58 εκατ.και της Γαλλίας με 68 εκατ. ευρώ. Αυτό σημαίνει πως η Ελλάδα, λόγω του μικρού μεγέθους της ως αγορά, δεν μπορεί να επηρεάσει την πορεία των τιμών, ούτε σε περιφερειακό επίπεδο καθώς συνυπάρχει στην ίδια τοπική ζώνη (δηλαδή τη Μεσογειακή “λεκάνη”) με πάρα πολύ μεγαλύτερες εθνικές αγορές. Αυτό σημαίνει, εξηγούν οι ίδιες πηγές, πως ακόμα και αν μειωνόταν η ζήτηση στην Ελλάδα για βενζίνη για οποιαδήποτε λόγο, ελάχιστη επίδραση θα είχε στην τιμή της, καθώς αυτή καθορίζεται εκτός από τους διεθνούς παράγοντες, από ισχυρότατους τοπικούς παράντες.
Οι ίδιες πηγές επισημαίνουν πως δεν ήταν η Νέα Δημοκρατία, η οποία ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας από το 2019 εκείνη που αύξησε τη φορολογία στην κατανάλωση της βενζίνης.
Ήταν, αναφέρουν τα ίδια στελέχη, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, η οποία το 2010 αύξηση τον ειδικό φόρο κατανάλωσης από τα 0,41 ευρώ ανά λίτρο στα 0,67 ευρώ ανά λίτρο και τον ΦΠΑ από το 19% στο 23%, ενώ ήταν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία αύξησε ξανά το ΦΠΑ στην βενζίνη από το 23% στο 24%, αλλά και τον ειδικό φόρο στα 0,7 ευρώ ανά λίτρο.
Πηγή: newsit.gr