Αναδρομές στην ιστορία του τόπου μας
Από μια αφήγηση του κ. Νίκου Πιστικού στην Καστοριανή Εστία
Όταν ακόμα η Καστοριά ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη, είχε πολύ λίγους κατοίκους και τα σπίτια της ήταν μικρά και στενόχωρα, που δεν είχαν καμιά σχέση με τις σημερινές πολυκατοικίες.
Υπήρχαν όμως τα μεγάλα αρχοντικά, στις δύο συνοικίες Ντουλτσό και Απόζαρι, που έκτιζαν οι ξενιτεμένοι γουναράδες, με χρήματα από το εξωτερικό, για να δώσουν χαρά στους γονείς τους.
Στην αρχή, ξεκίνησε σαν μια ικανοποίηση της επιθυμίας των γονιών, που είχαν παιδιά στην ξενιτιά, να αποκτήσουν ένα αρχοντικό, για να μπορούν να ζήσουν άνετα στα γεράματα και να υπερηφανεύονται για την προκοπή των παιδιών τους!
Αργότερα, όταν η “ζήλεια έγινε μόδα”, πολλοί γείτονες που επίσης είχαν παιδιά στην ξενιτιά, δεν παρέλειπαν σε κάθε γράμμα, να τους υπενθυμίζουν το μεγάλο σπίτι που έκαναν τα παιδιά του διπλανού τους!
Έτσι το πράγμα πήρε διαστάσεις και όλοι οι πλούσιοι ξενιτεμένοι, με τη πρώτη επίσκεψή στην γενέτειρα, έκτιζαν κι από ένα αρχοντικό, το οποίο φρόντιζαν να είναι καλύτερο από τους προηγούμενους.
Μ΄ αυτό τον τρόπο κτίσθηκαν πάνω από 500 αρχοντικά στην τουρκοκρατούμενη Καστοριά, μερικά από τα οποία διασώζονται μέχρι σήμερα, αλλά τα περισσότερα κατεδαφίστηκαν, για να γίνουν πολυκατοικίες, στην περίοδο της μεγάλης ανοικοδόμησης!
Στην Καστοριά του μεσοπολέμου η ζωή κυλούσε ήρεμα και ευχάριστα. Μετά την δουλειά που διάλεξε ο καθένας να κάνει, ξεκινούσε η καθιερωμένη βόλτα στο Τσαρσί, όπου ήταν στην σειρά όλα τα καταστήματα.
Ανάμεσά τους τα τρία καφενεία “Αίγλη”, “Βυζάντιο” και του Παπαθωμά, όπου σύχναζαν οι Εβραίοι της πόλης.
Καθώς επίσης και τα ζαχαροπλαστεία “Βιολέτα” του Θωμά Μυλωνά και του Απόστολου Βλάσση.
Αυτή η κατάσταση κράτησε αρκετά χρόνια. Μέχρι που στην περιοχή του Αη Θανάση, άνοιξε ο Αντρίκος το κέντρο “Έλλη” και ακριβώς απέναντι άνοιξε μαγαζί ο Σμίλκος, στην θέση που είναι σήμερα το προαύλιο της εκκλησίας του Αη Γιώργη και η βόλτα μεταφέρθηκε εκεί.
Με μικρή παρένθεση, είχαμε όταν το “στέκι” της νεολαίας, μεταφέρθηκε στο τέρμα της οδού Γράμμου, όπου άνοιξε το πρώτο εξοχικό κέντρο ο Μήτσος ο Χάτσιος και στην Γιορτή των Γουναράδων έρχονταν και τραγουδούσαν εκεί ο Μαρούδας, ο Γούναρης και όλοι οι μεγάλοι του λαϊκού τραγουδιού εκείνης της εποχής.
Αυτά ήταν τα “στέκια” όπου διασκέδαζε η νεολαία.
Για τους μεγαλύτερους σε ηλικία, άνδρες και γυναίκες, υπήρχαν οι βεγγέρες.
Ειδικά αυτές που οργανώνονταν μεταξύ συγγενών, συνήθως τα Σαββατόβραδα.
Αφού είχαν προηγηθεί οι σχετικές επαφές, σε προσωπικό επίπεδο, γιατί τότε δεν υπήρχαν τα κινητά και τα τηλέφωνα, άρχιζαν οι προετοιμασίες από τις νοικοκυρές του σπιτιού.
Και την καθορισμένη ώρα έφταναν με τα παιδιά τους στο συγγενικό σπίτι, για ν΄ αρχίσει το φαγοπότι, όπου το σπιτικό κρασί έρεε άφθονο, ανεβάζοντας το κέφι στα ύψη!
Εκεί πάνω ξεκινούσε και το οικογενειακό τραγούδι, που συνήθως ήταν εύθυμο και διασκεδαστικό, για να διώχνει τα βάσανα και τις στενοχώριες.
Αυτές οι βεγγέρες, κρατούσαν ενωμένους τους συγγενείς και τις μεγάλες οικογένειες που έδειχναν αγάπη και αλληλεγγύη μεταξύ τους.
Άλλωστε η Καστοριά με τα βυζαντινά κάστρα της, ήταν μια πόλη που παρείχε ασφάλεια και ευημερία στους κατοίκους της.
Γι΄ αυτό και πολλοί άρχοντες, από άλλα μέρη της χώρας, έρχονταν για να παραθερίσουν στην Καστοριά, μαζί με τις οικογένειες και τους φίλους τους, ειδικά τα καλοκαίρια, όπου απολάμβαναν τον καθαρό αέρα και το υπέροχο κλίμα που προσέφεραν τα δύο βουνά της, ο Γράμμος και το Βίτσι.
Τότε βέβαια η έννοια του τουρισμού ήταν άγνωστη σε όλους. Αλλά πολλοί από τους επισκέπτες της Καστοριάς, μαγεύονταν από την ομορφιά της και έμεναν μόνιμα εδώ.
Έτσι με τα χρόνια μεγάλωσε η Καστοριά και από μια μικρή επαρχιακή πόλη, έγινε σήμερα ένας από τους πιο ελκυστικούς τουριστικούς προορισμούς της χώρας, για όλο το χρόνο.
Και αν δεν είχαμε αυτή την μεγάλη παρακμή της γούνας, κατά τα τελευταία χρόνια, τότε η Καστοριά θα μπορούσε να αναδειχθεί σε ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης και ίσως ολόκληρου του κόσμου.
Ίσως να μην είναι πολύ αργά ακόμα, να το προσπαθήσουμε, όλοι μαζί ενωμένοι και αγαπηγμένοι σαν τις παλιές Καστοριανές βεγγέρες…